ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ - ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΜΕΡΟΣ 6o

ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΜΕΡΟΣ 6ο
     Σελίδες: 169 - 212, Εκδόσεις Παπαζήση
      Ημερομηνία έκδοσης: Νοέμβριος 1976

21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967

Λόρκα

Η 21η Απριλίου με βρήκε κάτω από τον αστερισμό του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Μόλις ένα μήνα πριν είχα συνθέσει το τελευταίο μου έργο : έναν κύκλο από 7 ποιήματα του μεγάλου Ισπανού ποιητή μεταφρασμένα από τον Οδυσσέα Ελύτη. Οι πρώτες εβδομάδες της παρανομίας πέρασαν χωρίς καμία μουσική ιδέα. Είχα πολλά άλλα πράγματα να σκεφτώ.

Λυκαβηττός

Τον Ιούλιο κρυβόμουν στο σπίτι του Λελούδα κάτω από το Λυκαβηττό. Είχαμε αγοράσει δύο μαγνητόφωνα για μηνύματα και εκπομπές που βρίσκονταν μέσα στο δωμάτιο μου. Εκεί, κλεισμένος μέρα νύχτα, υπέφερα από τη φοβερή ζέστη. Το παράθυρο έμενε πάντα κλειστό. Μόνο μέσα από τις χαραμάδες του ανάσαινα κι άλλοτες έβλεπα τους ανθρώπους σα σκιές να περνούν στο δρόμο. Έτσι κοιτάζοντας τα δύο μαγνητόφωνα – πρόκληση ήρθε η πρώτη ώρα δημιουργίας.


Τραγούδια του Αγώνα

Άρχισα να γράφω από το πρωί. Κατά το απόγευμα έκλεισα καλά τα παράθυρα και τα μαγνητοφώνησα. Από μαγνητόφωνο σε μαγνητόφωνο, πρόσθετα κι άλλες φωνές. Για το ρυθμό χτυπούσα μ' ένα χάρακα το τραπέζι. Το βράδυ, όταν ήρθαν τα παιδιά, τα άκουσαν και χάρηκαν.

Στείλαμε αμέσως τις ταινίες έξω. Στην παρανομία και στις φυλακές.

Αβέρωφ     

Όταν ήμουν στον Άγιο Παύλο περνούσαν από κει τακτικά αγωνιστές από στρατόπεδα και φυλακές. Παρόλη την εξάντλησή μου ήμουν υποχρεωμένος να τα τραγουδάω ώρες ολόκληρες στο αυτί των συναγωνιστών. Έπρεπε να τα μάθουν από μνήμης και να τα μεταφέρουν σε όλους τους συγκρατούμενους συντρόφους.

Κρυφά μιλᾶνε τὰ βουνά κρυφά καὶ οἱ πολιτεῖες
ο Ὑμηττός στήν Πάρνηθα, ἡ Κοκκινιά στόν Ταῦρο.
Κρυφά μιλᾶν κι οἱ ἄνθρωποι κρυφά τὰ παλικάρια
τή μέρα ἀγριεύουνε τή νύχτα τραγουδᾶνε.

Μές στήν καρδιά σου Ὰθήνα μας φύτεψα  τή φωνή μου
ἐγώ εἶμαι τό Μέτωπο καλῶ τούς ἐργάτες
νά γίνουν πέλαγος βαθύ τούς Παττακούς νά πνίξουν.

Ασφάλεια

Τον Οκτώβριο (1967) με μετέφεραν στο κελί αριθ. 1. σε λίγο έφεραν και τον Γιώργο Κουπαρούσο. Η φρικτή απομόνωση – ύστερα από 50 μέρες – είχε λήξει. Τώρα είχα ένα σύντροφο να κουβεντιάσω. Και να τραγουδήσω. Στο άλλο κελί έλεγα μόνο ένα τραγούδι. Κάθε βράδυ στις οκτώ, μετά το φαγητό. Κρεμασμένος στα κάγκελα, τραγουδούσα μέσα στο φωταγωγό :

        “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι...”

Ο Ήλιος και ο Χρόνος

Στις 17 Οκτωβρίου, στο κελί αριθ. 1, ακριβώς κάτω από την ταράτσα, τελείωνα τη μουσική στα 16 από τα 32 ποιήματα του Ήλιου και Χρόνου.
        Μετά τα μάθαινα στο Γιώργο. Καθισμένοι στα παράθυρο, πίσω από τα κάγκελα, λίγο πριν πλαγιάσουμε τραγουδούσαμε μαζί :

                “ Επάνω στο λεπτό χώμα της καρδιάς μου”.
       
        Σκοτώθηκε η φοιτήτρια που συνόδευε τον Τσε :

                “ Δεν θα γνωρίσω τη σημαία
                τη μοναδική, εσένα Τάνια”.
       
        Χτυπήσανε το Σαββόπουλο :

                “ Ημέρα δεκάτη έκτη της δημιουργίας, Διονύση”.
                (Δεκάτη έκτη από την σύλληψή μου).
       
        Η πρώτη συνάντηση με τον πατέρα μου στο γραφείο του Διευθυντή της Ασφάλειας:

                “ Έκτη Σεπτεμβρίου
                ώρα έντεκα πρωινή”.

        Ο Λάμπρου, κυρίαρχος της Μπουμπουλίνας :

                “ Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής”.

        Η Σίλβα δεν κάνει μπάνιο στη Βουλιαγμένη. Την είδα χτες στο διάδρομο. Ωχρή. Θλιμμένη.

                “Στο τέταρτο πάτωμα
                η μαμά σου κοιμάται, Έλενα”.

        Ακούω φωνές. Εκατό – χίλιες φωνές. Όργανα ηλεκτρικά. Λυκαβηττός. Είκοσι χιλιάδες ακροατές. Σαράντα χιλιάδες μάτια. Σαράντα χιλιάδες χέρια. Είκοσι χιλιάδες καρδιές, χαμόγελα, όνειρα.

        Γεια σου Ακρόπολη /Τουρκολίμανο, οδός Βουκουρεστίου/ο Πολικός/ σημαδεύει με φως/το σταθερό σημείο του κόσμου./Αθήνα η πρώτη/
στο βυθό των αιώνων/με το γυαλί/σε βλέπουν οι ψαροντουφεκάδες/
γαλέρες, γιωταχὶ, πορνεία κρυφά/η Γενική κέντρο του κόσμου/ο Πολικός/ γυρίζει σταθερά/το φουγάρο του μαγειρείου/σημαδεύει με καπνό/το σταθερό σημείο του Στερεώματος/ η Πούλια, η Αφροδίτη/η Ντίνα, η Σούλα, η Εύη, η Ρηνιώ/πέντε εκατομμύρια έτη φωτός/σταθερή γραμμή διασχίζει/πέντε δισεκατομμύρια Γαλαξίες/σε πέντε μέτρα/σε πέντε μέτρα/σε πέντε μόνο μέτρα/από το κελί μου.

        Ο χρόνος διαλύεται/μέσα στη στιγμή/το ελάχιστο γίνεται/ο μέγιστος τύραννος/βασανίζει ανθισμένες πληγές/γεμάτες χαμόγελα και υποσχέσεις/για κάτι άλλο, αυτό το άλλο/είναι που ζούμε κάθε στιγμή/
νομίζοντας ότι ζούμε το άλλο/όμως το άλλο δεν υπάρχει/είμαστε εμείς η Μοίρα μας/που μας λοξοκοιτάζει Σφίγγα /που ξέχασε το αίνιγμα/δεν έχουμε τίποτα να λύσουμε/δεν υπάρχει αίνιγμα/δεν υπάρχει διαφυγή
από τον κύκλο/τον πύρινο κύκλο/του Ήλιου και του Θανάτου.

        Ήλιε θα σε κοιτάξω στα μάτια/έως ότου ξεραθεί η όρασή μου/ η όρασή μου να γεμίσει κρατήρες με σκόνη/να γίνει Σελήνη δίχως διάστημα, κίνηση, ρυθμό/χαμένος διάττων/εσβεσμένος από αιώνες/ καταδικασμένος ν’ ακούει κραυγές ανθρώπων/να ανασαίνει πτωμαΐνη λουλουδιών/ο Άνθρωπος πέθανε! Ζήτω ο Άνθρωπος!

        Τα κελιά ανασαίνουν/τα κελιά που βρίσκονται ψηλά/τα κελιά που βρίσκονται χαμηλά/η βροχή μας ενώνει/ο Ήλιος ντράπηκε να φανεί Νίκο/Γιώργο κρατιέμαι από ένα λουλούδι.

        Ήλιος ο Πρώτος Αθήνα η Πρώτη/Μίκης ο εκατομμυριοστός/ έπονται εκατό χιλιάδες/ και άλλες εκατό/ και εκατό άλλες χιλιάδες αθώοι/και ούτω καθ' εξής/ ως την συντέλεια του κόσμου.

        Ποτέ, Ποτέ, Ποτέ/δε θα μπορέσω να ξεδιπλώσω όλες τις σημαίες/
πράσινες, κόκκινες, κίτρινες, μπλε, μωβ, θαλασσιές/ποτέ, ποτέ, ποτέ/
δε θα μπορέσω να μυρίσω όλα τα αρώματα/πράσινα κόκκινα κίτρινα, μπλε, μωβ, θαλασσιά/ ν’ αγγίξω όλες τις καρδιές/όλες τις θάλασσες να ταξιδέψω/ποτέ, ποτέ, ποτέ/δε θα γνωρίσω τη μία σημαία/τη μοναδική/
εσένα Τάνια.

        Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής/Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος/πάψε πια να φωνάζεις/λαθρέμπορος, λωποδύτης, νταβατζής/φωνητικές χορδές./
Ο Αντρέας, ο Ηλίας, η Ανθή/λαρύγγι ζώου, λαρύγγι ανθρώπου/Αγιά Σοφιὰ, στίφη βαρβαρικά/το υγρόν πυρ/ο Γέρος του Μοριά, σκουλήκι/
σε κάθε βήμα μου σκοντάφτω/ζερβά θηρία του Βόρνεο/δεξιά φλόγες στο Ναγκασάκι/μπρος το φουγάρα στο Μπούχενβαλντ/ πίσω το κελί του Μακρυγιάννη/πάνω, κάτω, ανατολικά, δυτικά/μαχαίρια, μαστίγια, ακόντια, ορδές/ορδές αγίων/ορδές δαιμόνων/ορδές στρατηγών/είμαι ραδίκι σπαρμένο στον κρατήρα/αντίο Ήλιε/αντίο φως/καληνύχτα.

        Μενεξεδένια Πολιτεία/στείλε μου το χέρι σου/να μου χαϊδέψει τα μαλλιά/ στείλε μου τη φωνή σου/ να μου κοιμήσει τα όνειρα/δείξε μου το πρόσωπό σου/να δω το μπόι μου/την αρχοντιά μου/Αρχόντισσά μου. Από τον Οιδίποδα/και τον Ανδρούτσο/άλλος κανένας/δεν σε αγάπησε/όσο εγώ.

Βραχάτι '68

Ποτίζω το ξεραμένο χώμα κι ένα βαθύ γόνιμο άρωμα με τυλίγει.

Το τραγούδι του Αντρέα

Πίνουμε την προδοσία με το γάλα και με το κρασί μας. “Λαέ προδομένε. Λαέ βασανισμένε”. “Λαέ πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε”. Τώρα σε ξευτελίζουν οι νάνοι. Όμως εσύ θα γίνει σίγουρα ξανά αυτό που ήσουν. Όταν κρατούσες στα χέρια σου το ντουφέκι. Την εξουσία.

Μετά έρχονται οι εικόνες τις ταράτσας. Όμως, ο πόνος γρήγορα γίνεται καρφί. Θα γελάσει καλά αυτός που θα γεράσει τελευταίος.

Όμως κάτι φταίει. Τί φταίει; “Κανένα στόμα δεν το 'βρε και δεν το 'πε ακόμα”. Κάτι φταίει. Φταίει το ψέμα! Σου είπαν ψέμματα πολλά. Σου είπαν πολλές ψεύτικες αλήθειες. Ήξεραν ή δεν ήξεραν πως θα μπορούσες να πας τόσο μακριά; Όμως τότε γιατί σε έσπρωχναν να πας τόσο μακριά; Ποιοί έσπρωχναν; Γιατί σ' έσπρωχναν; Ποιόν εξυπηρετούσαν; Ποιά συμφέροντα; Όχι πάντως τα δικά σου. Εσύ μπορούσες να πας μπροστά τόσο, όσο πραγματικά μπορούσες να πας. Αν επιχειρούσες να πας πολύ πιο μπροστά από όσο πραγματικά μπορούσες να πας, τότε θα γύρναγες πιο πίσω – πολύ πιο πίσω – από αυτού που ξεκινούσες. Και τώρα βρίσκεσαι πιο πίσω. Και χτες και προχτές βρέθηκες πιο πίσω από κει που ήσουν. Γιατί;

Γιατί πίστεψες. Εμπιστεύτηκες. Τα 'δωσες όλα. Δουλειά, μέλλον, οικογένεια, ζωή. Αίμα, ποτάμια αίμα τους έδωσες. Όμως τώρα καιρός να σταματήσεις. Να κλάψεις. Να δεις! “Άστραψε φως και γνώρισε ο νιός τον εαυτό του”.

Τέλειωσα το πότισμα και πήγα στο στούντιο. Μύριζα γης. Τα σκυλιά ήρθαν και πλάγιασαν στα πόδια μου. Συγχορδία φα ματζόρε. Ο Λούπος μου ρίχνει ένα ήρεμο βλέμμα. Μου έχει εμπιστοσύνη. Τραγουδώ. Κλείνει τα μάτια. “Αυτό που ήσουν άλλοτε, θα γίνει ξανά”.

        Η θάλασσα, γαλάζια, αστράφτει και μου χαμογελά.
        Αρχές Αυγούστου ο σταθμός της Μόσχας μεταδίδει το “Είμαστε δυο” (γιατί τάχατες μονάχα αυτό;).
        Είναι νύχτα. Σκιές τριγυρίζουν το χτήμα μας στο Βραχάτι.

Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά.
Πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις.
Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος.
Η εκπόρθηση να φτάσει ως τις ρίζες των βουνών.
Είσαι Έλληνας, είσαι Έλληνας.
Πίνεις την προδοσία με το γάλα,πίνεις την προδοσία με το κρασί.
Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος,πρέπει να δεις, πρέπει να γίνεις,
αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά.

Σου είπαν ψέματα πολλά,ψέματα σήμερα σου λένε ξανά
κι αύριο ψέματα ξανά θα σου πουν. Ψέματα σου λένε οι εχθροί σου,
μα κι οι φίλοι σου, σου κρύβουν την αλήθεια.
Ψεύτικη δόξα σου τάζουν οι ψεύτες,μα κι οι φίλοι σου με ψεύτικες αλήθειες σε κοιμίζουν.
Πού πας με ψεύτικα όνειρα,πού πας με ψεύτικα όνειρα
καιρός να σταματήσεις,καιρός να τραγουδήσεις,καιρός να κλάψεις και να πονέσεις, καιρός να δεις.
       
Αρκαδία '68

        Το κέντρο της Πελοποννήσου είναι η Ζάτουνα. Στην καρδιά της Αρκαδίας...
        Πρωτοπήγα στην Τρίπολη το 1939. Εκεί τελικά διαμορφώθηκε και γεννήθηκε ο άνθρωπος που έγινα.
        Εκεί γνωρίστηκα με την ποίηση, με τη φιλοσοφία, με την Αρχαία Αθήνα, με τον Χριστιανισμό, με τον Κομμουνισμό, με την Αντίσταση! Εκεί ολοκληρώθηκε η θέλησή μου να γίνω συνθέτης. Εκεί γνώρισα τον πρώτο έρωτα, τους πρώτους φίλους. Εκεί έδωσα τις πρώτες μου συναυλίες.
        Με τον Αργύρη τριγύρισα τα βουνά της Αρκαδίας, έτοιμος να συναντήσω τους Σατύρους, τις Νύμφες και τον μέγα Πάνα. “Σιάο”, δηλαδή, αυλός του Πανός. Αυτό το όνομα έδωσα στην πρώτη μου ποιητική συλλογή.
        Έξω από την Τρίπολη, προς την Κάψα, στον “πύργο” του Καρλή, η συντροφιά μας, ο Γρηγόρης, ο Μάκης, ο Γιώργος, ο Τάκης και γω, πηγαίναμε να απαγγείλουμε ποίηση στο “βράχο του Ρίτσου”.
        Τώρα, δεσμώτης, ξαναπερνώ από τους ίδιους τόπους.
        Τριάντα χρόνια.
        Ένας κύκλος ζωής έκλεισε. Γι' αυτό με φέρνουν κοντά στο μεγάλο Πάνα.
        Ανεξιχνίαστη είναι η βούληση της ζωής.
        Αχλαδόκαμπος. Πριν, μια τελευταία ματιά στη θάλασσα του Ναυπλίου. Πότε άραγε να την ξαναδώ;
        Πλησιάζουμε στην Τριπολιτσά. Σταματούμε μπροστά στο φαρμακείο του Σεχιώτη. Με τριγυρίζουν οι συμμαθητές μου. Γιατροί, δικηγόροι, υπάλληλοι, φαρμακοποιοί, εργάτες. Μου χαμογελούν. Είμαι περήφανος. Είναι σίγουροι για μένα. Λες και το 'ξεραν από παλιά, πως θα περνούσα ξανά, δεσμώτης, από τους ίδιους δρόμους.

Αρκαδία '42

        25 Μαρτίου 1942. Η πρώτη σύλληψη, κακοποίηση, φυλάκιση από τους φασίστες Ιταλούς. Τώρα με κρατούν Έλληνες (όμως ο Θεός να τους κάνει Έλληνες).
        Το Πεδίον του Άρεως, το σπίτι της Έλλης, το σπίτι μου, πλάι στο μύλο του Μακρυγιάννη.
        Γεια σου Τρίπολη! Μ' έφεραν κοντά σου. Τί λάθος! Πού να 'ξεραν πόση δύναμη, σιγουριά, πόση ευτυχία και πίστη μου ξαναδίνει αυτή η επιστροφή. Η ανακύκλωση.
        Λέω μέσα μου : “Δεν είναι τυχαίο. Έπρεπε να γίνει έτσι κι όχι αλλιώς. Για να πω στον εαυτό μου: Τι έκανες όλα αυτά τα χρόνια; Έμεινες πιστός στα όνειρά σου; Πιστός στους όρκους και στους φίλους σου; Τί έπρεπε να κάνεις και δεν το έκανες; Καιρός για αυτογνωσία, για κάθαρση, για νέο ξεκίνημα”!
        Κάψα, Λεβίδι, Βλαχερνά!
        Ο Βασίλης, το σπίτι του μέσα στα έλατα, γιομάτο όπως πάντα βιβλία και στοχασμούς. (Είχε γράψει εκείνα τα καταπληκτικά Προλεγόμενα στο ποιητικό βιβλίο του Γιώργου (Φωτεινού), γι' αυτό κι ο Γρηγόρης στο δικό μου έγραψε... Επιλεγόμενα).
        Βυτίνα. Το άγαλμα του Μητρόπουλου. Μπήκαμε για καλά στο μεγάλο δάσος. Νυχτώνει.
       
Ζάτουνα '68

        Λίγο πριν τη Δημητσάνα παίρνουμε το χωματόδρομο δεξιά. Βαθιά φαράγγια. Βράχοι κομμένοι με το σπαθί. Το ποτάμι που λουζόταν ο Δίας ο Λούσιος, αστράφτει στα πόδια μας. Μια κοφτή στροφή στην άκρη του βράχου και νάτην η Ζάτουνα. Συμβολικά στέκει ψηλά στην αγκαλιά του Μαινάλου, που μας αντικρύζει μεγαλόπρεπα και φιλικά τυλιγμένο στα έλατα.
        Σταματούμε μπροστά στο Κρεοπωλείον – Μαγέρικο του Μαντζάλα.

Πράγα '68

        Το ραδιόφωνο αναγγέλλει : “ Οι στρατοί του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέρχονται στην Τσεχοσλοβακία”.
        Αστράφτουν τα πρόσωπα των χωροφυλάκων κι ο αξιωματικός φωνάζει : “Κερνάω το κρασί!”
        Φτάνει ο Τσουρούλας, ενωμοτάρχης, αρχηγός της φρουράς. Σε λίγο έρχεται από την Τρίπολη ο συνταγματάρχης Μητρόπουλος με τη συνοδεία του.
        Κοιμούμαι στο Σταθμό, πάνω από την εκκλησία και το σχολείο.
        Ξημέρωσε. Ο ήλιος αστράφτει. Ανάμεσα στις χαράδρες, νοτιοδυτικά, ο κάμπος της Μεγαλόπολης. Αριστερά, το νεκροταφείο με τα αιωνόβια κυπαρίσσια που με χαιρετούν.
        Έρχεται από κοντά μου ο Αλέκος, ο χωροφύλακας. “Θα 'μαστε μαζί”, μου λέει, με κομμένη ανάσα από το πάχος.
        Μετά ήρθαν ο Σπύρος, ο Κώστας, ο Θόδωρος, ο Θανάσης, ο Νικηφόρος. Κι άλλοι, καμιά εξηνταριά. Ήρθε ο Μάκης, ο υπενωμοτάρχης από τον Πύργο κι ο Κώστας, ο άλλος ενωμοτάρχης, από την Αθήνα. Ζήσαμε μαζί 14 μήνες. Μαζί με την οικογένειά μου, την κυρά Μαριγώ και την κυρά Φωτεινή, τις γειτόνισσές μας, ήταν το μοναδικό μου ακροατήριο.
        Την άλλη μέρα κοιμήθηκα στο πανδοχείο της κυρά Τασίας. Ήρθε η οικογένεια και μείναμε για λίγο στο σπίτι του Μπάρκουλα, απέναντι στον Άη Γιώργη. Εκεί στον κηπάκο, με το μικρό συντριβάνι, τα χρυσόψαρα και τα χρυσάνθεμα, γνώρισα τη δεσποινίδα Βάσω, τη δασκάλα. Μετά ήρθε ο Λάμπης Μπιτούνης, φίλος ανεκτίμητος. Μας αγόρασε το καινούργιο μας νοικοκυριό. Τηγάνι, πιάτα, μαχαιροπίρουνα, κουβέρτες.
        Πήγαμε στο σπίτι του Βεροιόπουλου. Ο Κολοκοτρώνης, με την μαγκούρα του, άρχων των ΤΤΤ, τα καφενεία των αδελφών Τέρη, ο Μπιτούνης, ο Τάσος, χασάπης, η Ελένη και η Γκόλφω, βοσκοπούλες. Οι φιλενάδες και οι φίλοι της Μαργαρίτας και του Γιώργου. Οι περίπατοι με του φρουρούς. Το πρωινό καφενείο με τον καφέ και με το ούζο. Τα απογέματα στη μεγάλη εκκλησία, την Παναγιά, μαζί με τον καλόγερο – παπά, το δάσκαλό μου στη βυζαντινή μουσική. Οι βυζαντινοί ψαλμοί και το κόρο των χωροφυλάκων. Το βραδινό καφενείο. Οι φρουροί, ο Λάμπης, ο ταχυδρόμος, το ούζο, οι Αθηναίοι Ζατουνίτες. Η ιστορία της Ζάτουνας. Η ιστορία του κόσμου. Η υπογραφή στο Σταθμό. Η Μυρτώ κλεισμένη στο σπίτι. Τα παιδιά στο σχολείο. Η μελέτη. Η αυτογνωσία. Και η σύνθεση. Άργησε λίγο να 'ρθει. Μου κουβάλησαν πρώτα το πιάνο. Όλο το χωριό βοήθησε ν' ανέβει στο δωμάτιό μου. Πέντε μήνες, εκατόν πενήντα μέρες, το 'βλεπα και δεν το άγγιζα. Ο κλοιός γύρω μου ήταν ασφυκτικός. Τα μέτρα ηλίθια. Τα νέυρα μου τεντώνονταν. Η ψυχή μου πονούσε.


Αρκαδία Νο 1

        Ω βουνά πανάρχαια,της Αρκαδίας Βουνά,
        Βουνά περήφανα,Βουνά ανυπόταχτα,τίμια βουνά.
        Η τιμή ακρίβυνε,η τιμή λιγόστεψε,η τιμή πέθανε.
        Ένα παιδί πονάει,το δικό μου το παιδί
        κι εγώ δεμένος κοιτάζω τά έλατα
        άλλη ελπίδα δέν έχω από τα δέντρα.

        Η οικογένεια ξαναγύρισε. Οι βοριάδες κουράστηκαν. Οι συννεφιές τραβήχτηκαν στις κορφές. Οι καρυδιές έσκασαν μικρές πράσινες πληγές.
        Ο Μάκης με βοήθησε να φτιάξω τον κηπάκο. Φυτεύω καρότα, ραπανάκια, φασόλια, λάχανα και ήλιους.
        Η Ζάτουνα ετοιμάζεται να υποδεχτεί το Πάσχα.

Στη ρίζα της μεγάλης καρυδιάς/κάτω από το
μπαλκόνι μου/θα σφάξουν τριακόσια πρόβατα.

        Ο Δάρας πήρε μαζί του το βιολί στο καφενείο του Τέρη :

Ο Κολοκοτρώνης

                “ Ο Θεοδωράκης καρτερεί
                τον κούκο να λαλήσει...”.

“Όταν ξαπλώνω έρχεται και ο τράγος και πλαγιάζει στο πλευρό μου. Όλες τις δουλειές τις κάνουμε μαζί...”

Ο Πάνας
           
            “Είσαι ο Πάνας”, του λέω, “και σε γύρευα. Τώρα που σε βρήκα δε σ' αφήνω... Να μου φιλήσεις τον τράγο σου...”
        Αρχίζουν και φτάνουν οι Αθηναίοι. Κλεμμένες ματιές, κρυφά χαμόγελα. Ο αέρας της Αθήνας έχει γεύση φοβισμένη. Σε ποιούς να μιλήσω. Με ποιόν να μιλήσω. Τότε άστραψε ξαφνικά ο νους μου. Η δεσποινίς Βάσω ανοίγει το συντριβανάκι.

Ο Χρίστος

        Μέσα στο ξωκκλήσι τα καντηλέρια και τα κηροπήγια αστράφτουν. Η Παναγιά χαμογελά στο Χριστό.
        Ο παπάς με ρωτά, καθώς προσπερνώ, έξω από τις πρασινάδες :
        - Συνθέσατε ύμνον;
        -Όχι, Θούριον, του απαντώ.

Θούριον

        Μεγαλοπρεπή βουνά αγκαλιάζουν,
        βράχους, γκρεμούς, ανθρώπους, έλατα.
        Είδαν φουσάτα Τούρκων κι άλλων, νικηφόρα,
        πτώματα ηρώων εδέχθησαν
         και βλαστήμιες γενναίων.

        Μένουν τα δέντρα που σκίασαν
        τον ύπνο του Πέρδικα
        κι ο κούκος που δεν άκουσε ο Κολοκοτρώνης
        ήρθε και φώλιασε στη Ζάτουνα.

        Μάταια οι φρουροί μου προσπαθούν
        να εγκλωβίσουν το τραγούδι μου,
        οι χαράδρες το παίρνουν στους ώμους
        και γρήγορα τ' οδηγούν στους ελαιώνες.
        Έιναι πανύψηλα τα βουνά της Αρκαδίας.
        Εξουσιάζουν τις θάλασσες
        και το σουραύλι του Πάνα
        σκεπάζει τα γρυλίσματα των στρατώνων.

        Βόες, ουρακοτάνγκοι, μαϊμούδες
        τιβένους φορούν,
        κρατούν σκηπτρα.
        Αρχιεπίσκοποι κι αρχιστράτηγοι
        "αέρα" φωνάζουν
        και υψώνονται πίσω τους
        πτερά ορνίθων.

        Έντρομοι ήρωες εγκταλείπουν τα μάρμαρα,
        δραπετεύουν από τους στίχους των ποιητών,
        καταφεύγουν ξανά στις όχθες του Λούσιου,
        στις πηγές του Μαινάλου
        μοιράζονται τους ίσκιους με τον κορύδαλο.
        Μένουν τα δέντρα που σκίασαν τον ύπνο του πέρδικα.
        Βουνά θεματοφύλακες της αντριωσύνης σου Πατρίδα,
        ονειρό σας το Θούριο
        και τραγούδι σας το ντουφέκι.

        Ρήγα Φεραίε σε σε κράζω!
        Από την Αυστραλία στον Καναδά
        κι από τη Γερμανία στην Τασκένδη.
        Σε φυλακές, σε νησιά και σε βουνά,
        διασκορπισμένοι οι Έλληνες.

        Διονύσιε Σολωμέ σε σε κράζω!
        Κρατούμενοι και κρατούντες,
        δέροντες και δερόμενοι,
        διατάσσοντες και διατασσόμενοι,
        τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι,
        κατέχοντες και κατεχόμενοι,
        διηρημένοι οι Έλληνες.

        Αντρέα Κάλβε σε σε κράζω!
        Λαμπερότατος ο ήλιος απορεί,
        απορούν τα βουνά και τα έλατα,
        οι ακρογιαλιές και τ' αηδόνια,
        λίκνο ομορφιάς και μέτρου η Πατρίς μου.
        Σήμερα τόπος θανάτου.

        Κωστή Παλαμά σε σε κράζω!
        Ποτέ άλλοτε τόσο φως δεν έγινε σκότος,
        τόση ανδρεία φόβος,
        τόση αδυναμία, η δύναμη,
        τόσοι ήρωες, μαρμάρινες προτομές,
        πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου.
        Σήμερα χώρα υποτελών.

        Νίκο Καζαντζάκη σε σε κράζω!
         Όμως αν λησμονούν οι θνητοί
        που μιλούν ακόμα τη γλώσσα του Ανδρούτσου,
        η μνήμη κατοικεί πίσω από τα σίδερα και τις σκοπιές,
        η μνήμη κατοικεί μέσα στα λιθάρια,
        φωλιάζει στα κίτρινα φύλα
        που σκεπάζουν το κορμί σου Ελλάδα!

        Άγγελε Σικελιανέ σε σε κράζω!
        Η ψυχή της πατρίδας μου
        είσ' εσύ, πολύμορφο ποτάμι,
        τυφλό από το αίμα,
        κουφό από το βόγγο,
        ανήμπορο από το μέγα μίσος
        και τη μεγάλη αγάπη,
        που εξίσου εξουσιάζουν την ψυχή σου.

        Η ψυχή της πατρίδας μου
        είναι δυο χειροπέδες
        σφιγμένες σε δυο ποτάμια.

        Δυο βουνά
        δεμένα με σκοινιά
        στον πάγκο της ταράτσας.

        Ο Αργίτικος κάμπος
        φουσκωμένος από το μαστίγιο
        και ο Όλυμπος
         κρεμασμένος πισθάγκωνα
        από το κατάρτι του αεροπλανοφόρου
        για να ομολογήσει.

        Η ψυχή της πατρίδας μου
        είναι αυτός ο σπόρος
        π' άπλωσε ρίζες
        πάνω στο βράχο.
        Είσ' εσύ μάνα, γυναίκα, κόρη,
        που αγναντεύεις τη θάλασσα και τα βουνά
        και κρυφά βάφεις μ' αίμα
        τα κόκκινα αβγά της Ανάστασης
        που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.
        Άμποτε  να 'ρθει στη δύστυχη χώρα μου,
        Πάσχα Ελλήνων.
         Άγνωστε Ποιητή σε σε κράζω!



ΥΠΕΡ ΜΕΛΩΔΙΑΣ

Οι ρίζες της εκκλησιαστικής (χριστιανικής) μουσικής ήταν η εβραϊκή, η ελληνική και η εγχώρια λαϊκή μουσική. Γιατί οι πρώτοι χριστιανοί έβαζαν απλώς θρησκευτικούς στίχους σε γνωστά λαϊκά τραγούδια. Ωσότου ο Πάπας Γρηγόριος, για να ξεχωρίσει την “ιερή” από την κοσμική μουσική, διέταξε την κωδικοποίηση όλων των θρησκευτικών ύμνων. Έτσι γεννήθηκε το “γρηγοριανό μέλος”. Όταν οι μοναχοί της Δύσης είχαν στη διάθεσή τους το όργανο, άρχισαν σιγά σιγά τους πρώτους ηχητικούς συνδυασμούς, με βάση το γρηγοριανό μέλος. Συνεπαρμένοι από την γοητεία αυτής της καινούργιας αρμονίας, που πρόσφερε η συνήχηση πολλών ήχων - φωνών (αντίστιξη), οι συνθέτες εκείνης της εποχής στην Ευρώπη ρίχτηκαν με τα μούτρα στην πολυφωνία. Όχι πια μονάχα μια κυρίαρχη μελωδία, όπως στη λαϊκή μουσική, αλλά 4, 8, 16, 32 και ακόμα πιο πολλές μελωδίες διαφορετικές, που όμως συνυπάρχουν (στη μουσική η συνύπαρξη ονομάζεται συνήχηση) με βάση τους νέους κανόνες, ακουστικούς, ψυχολογικούς και αισθητικούς της Αντίστιξης. Μπορεί να πει κανείς ότι αυτή η πολυφωνική συνήχηση μας δίνει συχνά την αίσθηση του απείρου! Οι μελωδίες μοιάζουν με άστρα κι όλο μαζί το άκουσμα με ηχητικούς γαλαξίες!

Με την ιταλική Αναγέννηση, η μελωδία αποχτά και πάλι τα κυριαρχικά της δικαιώματα.

Διακινδυνεύω εδώ την άποψη ότι αυτή η ταυτόχρονη ύπαρξη πολλών μελωδιών (πολυφωνία), που οδήγησε τελικά, ως ηχητικό αποτέλεσμα, στην εξαφάνιση της μιας δεσπόζουσας μελωδίας, ανταποκρινόταν απόλυτα τόσο στο θρησκευτικό αίσθημα της εποχής, που ήθελε τον άνθρωπο να εξαφανίζεται μπροστά στο Θεό, όσο και στη φεουδαρχική κοινωνική τάξη, που ήθελε το άτομο να χάνεται μπροστά στους εκπροσώπους του στη γη, τον Άρχοντα και τον Επίσκοπο.

Και είναι άραγε τυχαίο το γεγονός ότι η μελωδία – ως ο μουσικός εκφραστής του ανθρώπινου προσώπου – ξαναεμφανίστηκε σε όλο της το μεγαλείο στα πρώτα αστικά – εμπορικά κέντρα της νεότερης εποχής, τότε που το άτομο – πρόσωπο πραγματοποιεί την ιστορική του άνοδο μέσα από τα ερέβη της μεσαιωνικής ανωνυμίας;

Από τον Βιβάλντι, τον Χαίντελ και τον Μπαχ ως τον Βέρντι, τον Βάγκνερ και τον Ντεμπυσσύ, η μελωδία αποτελεί την αδιαμφισβήτητη βασίλισσα μέσα στον κόσμο της μουσικής. Αν εξετάσουμε σε βάθος τη μουσική μεγαλοφυΐα, όπως εκδηλώθηκε στους τρεις τελευταίους αιώνες, θα δούμε ότι το κύριο χαρακτηριστικό της υπήρξε η δημιουργική της ικανότητα να πλάθει νέες μελωδίες.

Στην κορυφή αυτής της πυραμίδας τοποθετείται ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ που, αν και αξεπέραστος τεχνίτης και βαθύς γνώστης όλων των μυστικών της τεχνικής, δεν μεταχειρίστηκε ωστόσο ούτε και το πιο δευτερεύον μουσικό τους υλικό, δίχως να του προσδώσει τη ζωογόνο πνοή της ζωντανής μουσικής ύλης, δηλαδή την προσωπικότητα μιας νέας μελωδίας. Πραγματικά δεν υπάρχει έστω και ένα ασήμαντο μουσικό “πέρασμα” μέσα στο έργο του Μπαχ, που να μην έχει την σφραγίδα της μελωδικής τελειότητας.

Ο Μπαχ είναι, κατά τη γνώμη μου, πέρα από οτιδήποτε άλλο, ο μέγιστος μελωδός  (όλων των εποχών. Με τη διαφορά, επαναλαμβάνω, ότι διέθετε μια τρομακτική πραγματικά τεχνική ικανότητα, που του επέτρεπε να χρησιμοποιεί το ανεξάντλητο μελωδικό του υλικό με μεγαλοφυείς τεχνικούς συνδυασμούς.

Σε όλα, όμως, τα πράγματα υπάρχει ο κορεσμός. Το ίδιο συνέβη και με την ανάπτυξη της έντεχνης μουσικής. Η ευρωπαϊκή μουσική, αφού πλουτίστηκε με το μελωδικό υλικό των περιφερειακών λαών (Εθνικές σχολές του 19ου αιώνα) και ακόμα ως και με την “εξωτική” μουσική (Ντεμπυσσύ), εξάντλησε, φαίνεται, τα μελωδικά της αποθέματα.

Ένας βιεννέζος συνθέτης, ο Άρνολντ Σένμπεργκ, στις αρχές του αιώνα μας, αφού πρώτα αναμάσησε τη μελωδική γλώσσα του Μπραμς, αποφάσισε να κατασκευάσει μελωδίες. Έτσι γεννήθηκε ο δωδεκαφθογγισμός. Πώς γίνεται αυτή η “κατασκευή”; Είναι πολύ απλό. Είδαμε ότι η χρωματική κλίμακα έχει 12 φθόγγους. Αρχή του δωδεκαφθογγισμού είναι η κατασκευή μελωδιών που να περιέχουν υποχρεωτικά και τους 12 φθόγγους. Όπως είναι φυσικό, τα περιθώρια της δημιουργικής έμπνευσης στενεύουν ασφυκτικά. Έτσι, σιγά σιγά, από την κατασκευή φτάνουμε στην κατάργηση της μελωδίας μέσα στο σύγχρονο “μουσικό” έργο.

Η Συγκεκριμένη και η Ηλεκτρονική μουσική αντιμετωπίζουν το σύγχρονο μουσικό έργο από την πλευρά, κυρίως, της ηχητικής ύλης. Του νέου ηχητικού υλικού.

Τις περισσότερες φορές η τύχη (είτε, όπως ισχυρίζονται, το οργανωμένο τυχαίο), δημιουργεί πολυάριθμες και πρωτόφαντες ηχητικές σχέσεις, άπιαστες για τον ανθρώπινο νου, την έμπνευση, μουσική σύλληψη και αντίληψη. Εξάλλου, καθώς η φύση και η ζωή γύρω μας είναι γιομάτη από νέους ήχους, ρυθμούς, ηχητικές “καταστάσεις” (π.χ. ο θόρυβος των μηχανών, φωνές πλήθους, διαδηλώσεις, γήπεδα, ήχοι πόλεων, αυτοκίνητα, φρεναρίσματα, σειρήνες, κλάξον, αεριωθούμενα, παράσιτα ραδιοφώνου κλπ.), έτσι και η σύγχρονη μουσική επιδιώκει να εμφανίσει, μέσα σε κάποια συνθετική τάξη, είτε τους ίδιους ήχους ακριβώς (Συγκεκριμένη μουσική), είτε να τους αναπαραγάγει με δικά της μέσα (Ηλεκτρονική μουσική), φιλοδοξώντας, φυσικά, να δώσει όχι μονάχα την εξωτερική πλευρά του ηχητικού κόσμου που μας περιβάλλει, αλλά ταυτόχρονα και την εσωτερική διάσταση του ψυχισμού και συναισθηματισμού της εποχής μας.

Είδαμε τους μεγάλους συνθέτες της κλασσικής και ρομαντικής περιόδου (18ος και 19ος αιώνας) να ζουν μέσα και γύρα από τα ανάκτορα και τα μέγαρα της αριστοκρατίας. Το κοινό τους ήταν οι πρίγκηπες, φεουδάρχες, τραπεζίτες, μεγαλέμποροι και οι περί αυτούς. Με δύο λέξεις : η άρχουσα τάξη της εποχής.

Σε ποιό κοινό απευθύνονται οι συνθέτες του αιώνα μας; Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το ερώτημα – κλειδί που πρέπει να βάζει μπροστά του ο κάθε μελετητής, ο καθένας που ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της σύγχρονης μουσικής, της σύγχρονης τέχνης και κουλτούρας.

Θα 'λεγε κανείς πως οι δυνατότητες για μια τεράστια, πράγματι, εξάπλωση της συμφωνικής μουσικής, χάρη στα σύγχρονα τεχνικά μέσα, αντί να οδηγήσουν τους σύγχρονους συνθέτες κοντά στις μεγάλες λαϊκές μάζες, αντίθετα, τους έκαναν να μαζευτούν, ν' αποτραβηχτούν, ν' απομονωθούν μέσα σ' ένα καλά περιχαρακωμένο γυάλινο πύργο! Κι αντί να επιδιώξουν, τώρα που έχουν όλες τις δυνατότητες, να φέρουν το έργο τους κοντά στις λαϊκές μάζες, θα 'λεγε κανείς ότι επιδιώκουν μανιασμένα να γίνονται όλο και λιγότερο κατανοητοί από όλο και λιγότερους ανθρώπους!

Άραγε αυτή η πορεία, η αντίθετη προς το ρεύμα της εποχής, υποδηλώνει τάχατες τον εκφυλισμό των μαζών και όχι μονάχα αυτών, αλλά και όλων των μυριάδων επιστημόνων, τεχνοκρατών, διανοούμενων, με δυο λέξεις των μορφωμένων, που δημιουργεί ο σύγχρονος πολιτισμός και που δεν είναι ικανοί, φαίνεται, να κατανοήσουν το σύγχρονο μουσικό έργο; Ή φανερώνει, αντίθετα, τον εκφυλισμό της ίδιας της μουσικής συνθετικής τέχνης, γιατί οι σημερινοί λειτουργοί της – και όσοι θέλουν να πιστεύουν πως είναι τέτοιοι – αφού πέρασαν από την κατασκευή της μελωδίας στην κατάχρησή της, προχώρησαν τελικά προς μια εξωμουσική και φυσικά εξωαισθητική περιοχή, νομίζοντας (με καλή ή κακή πίστη) πώς βρίσκονται μέσα στο χώρο της μουσικής, μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιούν ως κατασκευαστικό υλικό τον ήχο;

Η ίδια η ιστορική παράδοση μας έχει δείξει ότι δεν υπάρχει κανένα αξιόλογο μουσικό έργο, που να μη στηρίζεται σε ένα αυστηρά ιδιότυπο, όμως πάντα πηγαίο και πρωτόγνωρο μελωδικό κόσμο.

Βεβαίως, από εποχή σε εποχή και από συνθέτη σε συνθέτη υπάρχουν αλλαγές σε όλα τα μέσα της συνθετικής τέχνης : αρμονία, ρυθμός, ενορχήστρωση. Όμως όλη αυτή  εξέλιξη δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να ακολουθεί πιστά την ίδια την εξέλιξη της μελωδίας, που αποτελεί τον “αποκαλυπτικό λόγο” του συνθέτη.

Γιατί η μελωδία – η πηγαία και γνήσια – αποτελεί πράγματι μιαν αληθινή αποκάλυψη.

Είναι ένα μικρό θαύμα, γιατί κανείς δεν ξέρει πως γεννιέται και πως φανερώνεται ξαφνικά, μέσα από τον κόσμο της ανυπαρξίας, στο κόσμο του επιστητού.

Δεν είναι ένα αντικείμενο όπως ο ήχος, αλλά ένας ζωντανός πνευματικός οργανισμός. Ικανός να υπερνικά τη φθοροποιό δύναμη του χρόνου.

Επομένως η αποκαλυπτική μελωδία είναι το κατεξοχήν μουσικό προϊόν γένεσης και αποτέλεσμα δημιουργίας.

Πέρα από τον Μπαχ, ο Χαίντελ, ο Μότσαρτ, ο Ροσσίνι, ο Μπετόβεν, ο Σούμπερτ, ο Σούμαν, ο Μπερλιόζ, ο Μπραμς, ο Τσαϊκόφσκι, ο Βάγκνερ, ο Βέρντι, ο Μουσσόρσκυ, ο Ντεμπυσσύ, ο Στραβίνσκυ, ο Προκόφιεφ, ο Βέμπερν,  Σοστάκοβιτς, ο Χατσατουριάν, ο Κόπλαν, ο Μπρίτεν κλπ., φέρνουν ο καθένας ένα νέο μελωδικό κόσμο, που έχει τη σφραγίδα της προσωπικότητάς τους.

Εξάλλου, με τη μουσική σύνθεση, όπως είναι γνωστό, ασχολήθηκαν και ασχολούνται χιλιάδες άτομα. Στα έργα των πιο πολλών από αυτούς υπάρχουν συχνά σωστά εφαρμοσμένοι οι κανόνες της συνθετικής τέχνης. Κι όμως πολλές – οι πιο πολλές από τις συνθέσεις αυτές – είναι θνησιγενείς. Για ποιό λόγο τάχα; Γιατί αποτελούν απλές κατασκευές με ηχητικά μέσα! Γιατί λείπει το στοιχείο της δημιουργίας, που στη μουσική αποκαλύπτεται βασικά με τη μορφή της πηγαίας μελωδίας.

Έχω την εντύπωση ότι στα τελευταία χρόνια όλοι οι πατροπαράδοτοι χώροι της έντεχνης μουσικής: σύνθεση, μουσική κριτική, μουσικά ιδρύματα, μουσικές διευθύνσεις, μουσικολογία κλπ. καταλήφθηκαν από τους κατασκευαστές μουσικής και τους απολογητές τους! Έτσι μόνο μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός αυτής της πλήρους αντιστροφής των αξιών και των εννοιών σ' αυτό τον τομέα της τέχνης.

Επομένως αυτό το τεράστιο χάσμα, που χωρίζει τη σύγχρονη έντεχνη μουσική από τις λαϊκές μάζες δεν είναι χάσμα ανάμεσα σε λαό και τέχνη, αλλά η φυσικά και αναγκαία απόσταση που πρέπει να χωρίζει το πηγαίο από το φτιαχτό και το αληθινό από το ψεύτικο!

Ο λαός – πηγή, φορέας και δέκτης κάθε πνευματικής και αισθητικής δημιουργίας – διψά για το πηγαίο και για το αληθινό. Έλκεται από τη ζωή. Τον γοητεύει η δημιουργία. Τα θνησιγενή τον απωθούν.

Ώστε αυτό ο χάσμα είναι ένα θετικό χάσμα, που τιμά το λαό και καταξιώνει την κρίση του.

Όπως συμβαίνει με τους συνθέτες, το ίδιο και η μουσική μεγαλοφυΐα των λαών εκφράζεται με την αποκαλυπτική μελωδία. Η δημοτική μουσική, όπως διαμορφώνεται με το πέρασμα των αιώνων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά αμέτρητες μελωδίες. Ο ρυθμός – ως επί το πλείστον χορευτικός – αποτελεί το δεύτερο βασικό γνώρισμα της δημοτικής μουσικής.

Οι δημοτικές μελωδίες και ρυθμοί διαφέρουν από λαό σε λαό και από εποχή σε εποχή. Ξεκινούν, όμως, όλες ανεξαιρέτως από την ανθρώπινη ευαισθησία και θίγουν λεπτότατες χορδές της ανθρώπινης συγκίνησης. Τροφοδοτούν τη φαντασία. Διαμορφώνουν, ανάλογα με το περιεχόμενό τους, τον ψυχικό τους κόσμο. Με δυο λόγια, αποτελούν πολύτιμη τροφή της ανθρώπινης ψυχής.

Ωστόσο, μέσα στο σύγχρονο κόσμο, δεν υπάρχει υπεύθυνα διαμορφωμένη αντίληψη για το μεγάλο ρόλο της μουσικής μέσα στη ζωή και την ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, που και οι βοσκοί ακόμα αντικαταστήσαν τους ποιμενικούς τους αυλούς με τρανζίστορ, υποτιμούμε βαθύτατα τη σημασία της τροφής της ψυχής, όπως μας την προσφέρει γενικότερα η τέχνη και ειδικότερα η μουσική.

Σκέφτομαι πως από όλες τις τέχνες ίσως να μην υπάρχει καμιά που να πλησιάζει τόσο πολύ στην περιοχή του θαύματος, όσο πλησιάζει η πηγαία, η αποκαλυπτική μελωδία.

Γιατί τάχα αυτή η σειρά των μελωδιών, διαστημάτων και ρυθμών μας συγκινεί, ενώ η άλλη μας αφήνει αδιάφορους;

Γιατί αυτή η μελωδία αντέχει στη δοκιμασία του χρόνου ενώ η άλλη ξεχνιέται λίγο μετά την εμφάνισή της;

Γιατί αυτός ο τρόπος διαδοχής των φθόγγων (μελωδία) γεννά μέσα  μας συναισθήματα χαράς και ανάτασης, ενώ ο άλλος πόνου και απόγνωσης;

Μια είναι, νομίζω, η απάντηση στα παραπάνω και σε άλλα παρόμοια ερωτήματα: Η γνησιότητα και η αποκαλυπτική αλήθεια της μελωδίας βρίσκεται σε οργανική σύνδεση με την ανθρώπινη ευαισθησία, έτσι που να την δονεί ανάλογα με την ειδική ψυχική – συναισθηματική φόρτιση που περιέχει. Όμως αυτό τί άλλο είναι παρά ένα θαύμα, όπως θαύμα είναι ασφαλώς η γέννηση της όποιας ζωής – από τον φυτικό ως τον πιο εξελιγμένο ζωικό κόσμο;

Και σήμερα ακόμα, οι μεγάλες λαϊκές μάζες μένουν πιστά προσκολλημένες στα μελωδικά θαύματα! Το γεγονός αυτό θέλησαν και προσπαθούν ακόμα να το εξηγήσουν οι γνωστοί μας “κατασκευαστές” και οι απολογητές τους, σαν μια ευκολία και σαν ένα δείγμα “υποανάπτυξης” των μαζών. Ενώ, αντίθετα, δεν υποδηλώνει τίποτε άλλο παρά την ψυχική υγεία και τη φυσιολογική λειτουργία του συναισθηματισμού των λαών, που δεν έχει διαστρεβλωθεί ακόμα από τα ιδεολογικά αδιέξοδα και τα ψυχικά άγχη αυτών των μικρών ομάδων που ξεπερνιούνται όλο και πιο πολύ από την ίδια τη ζωή και που η ανθρώπινη ιστορία τους αφήνει σιγά σιγά πίσω της.

Επομένως, για να ανακεφαλαιώσω, πιστεύω ότι γνήσιος και αληθινός μουσικός είναι εκείνος που μπορεί να γεννά ακριβώς πηγαίες και αληθινές μελωδίες, όπως ο Μοντεβέρντι, ο Μπαχ, ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν, όπως ο Στραβίνσκυ, ο Προκόφιεφ, ο Βέμπερν και ο Σοστάκοβιτς, όπως ο Γκέρσουιν, ο Τσιτσάνης, ο Χατζιδάκης και ο Ντήλαν.

Θα μείνουμε λοιπόν στη μελωδία;

Ναι, όπως έμεινε ο Βιβάλντι και ο Μπαχ! Δηλαδή, με βάση πάντα την αποκαλυπτική μελωδία, θα πρέπει η σύγχρονη μουσική τέχνη, απευθυνόμενη πάντα στις λαϊκές μάζες, να επαναλάβει, όμως τώρα σε κύκλο καθολικό – οικουμενικό, την ίδια πορεία που ακολούθησε στο παρελθόν, όταν είχε τότε μοναδικό ακροατήριο – δέκτη την κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Δηλαδή ξεκινώντας από το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι να κατευθύνεται προς όλο και πιο σύνθετες μουσικές φόρμες, απλώνοντας και βαθαίνοντας το περιεχόμενό της, πάντοτε όμως σε άμεσο και δημιουργικό διάλογο με το Λαό.

Να απηχεί τις πραγματικές ιδέες και συναισθήματα της εποχής μας. Τους αληθινούς ήχους. Που δεν είναι μόνο οι ήχοι της μηχανής αλλά προπαντός οι απόηχοι της ανθρώπινης ψυχής του 20ου αιώνα, που είναι γεμάτη με τα πιο ρωμαλέα και φωτεινά οράματα για το μέλλον του ανθρώπου, από όσα κατοίκησαν μέχρι σήμερα στον ανθρώπινο νου. Και να τους ντύσει μέσα το χρόνο και τους ρυθμούς της εποχής μας.

Εδώ κλείνει η παρένθεση για την ουσία και για τον ρόλο της μελωδίας μέσα στη λειτουργία της μουσικής.    

Έχοντας ως βάση τις παραπάνω απόψεις, ήταν φυσικό να αναζητήσω το καινούργιο μουσικό έργο, που να εκφράζει το Λαό και την εποχή μας, μέσα στη ζωντανή, την πηγαία, την αποκαλυπτική μελωδία.

Όμως κάθε μελωδικός κόσμος έχει τις δικές του ρίζες. Έτσι λ.χ. μέσα στις μελωδίες του Μότσαρτ, του Σούμπερτ και του Μπραμς είναι ακόμα έκδηλα τα στοιχεία της γερμανικής λαϊκής μουσικής, όπως στις μελωδίες του Μουσσόρσκυ, του Κόρσακωφ και του Στραβίνσκυ της ρωσικής κ.οκ.

Πάνω σε ποιές μελωδικές ρίζες έχει ξεφυτρώσει ο έλληνας συνθέτης;

Για ό,τι αφορά την καταγωγή του δεν υπάρχει αμφιβολία: κουβαλά μέσα του το μελωδικό κόσμο του ελληνισμού. Όμως, για ό,τι αφορά τη μουσική του παιδεία (ωδεία, συναυλίες κλπ.) μπολιάζεται πάνω στο γέρικο δέντρο της ευρωπαϊκής μουσικής τέχνης.

Οι οπαδοί της λεγόμενης “Εθνικής Μουσικής Σχολής”, Καλομοίρης, Βάρβογλης, Ευαγγελάτος κλπ., προσπάθησαν να συνδυάσουν τον ελληνικό μελωδικό κόσμο με την δυτική τεχνική. Έτσι πήραν τις αρμονίες, την ορχήστρα και τις φόρμες των Ευρωπαίων, για να επενδύσουν μ' αυτές ελληνικά, δημοτικά ως επί το πλείστον, άσματα και χορούς.

Όμως, σε αντίθεση με τους Στραβίνσκυ και Μπέλα Μπάρτοκ, που πήραν το χαρακτήρα των δημοτικών μελωδιών προσπαθώντας, επιπλέον, κι εδώ ακριβώς έγκειται η μεγάλη αξία του έργου τους, να δημιουργήσουν καινούργια τεχνικά βάθρα και “επενδύσεις”, δηλαδή αρμονίες, ρυθμούς, ορχηστρικά χρώματα, μουσικές φόρμες που να βγαίνουν κατευθείαν μέσα από τον καινούργιο μελωδικό κόσμο, οι έλληνες συνθέτες που προαναφέραμε μεταχειρίστηκαν αυτούσιες δημώδεις, ως επί το πλείστον, μελωδίες, δηλαδή το πρόσωπο των ελληνικών δημοτικών μελωδιών, προσθέτοντας, όπως είδαμε, σ' αυτές αυτούσια και αναφομοίωτα την τεχνική της ευρωπαϊκής μουσικής.

Είναι επόμενο η μεθοδολογία αυτή να μας οδηγεί προς ένα περισσότερο ελληνικοφανές παρά γνήσιο ελληνικό μουσικό έργο. Επιπλέον η δουλική, θα λέγαμε, μίμηση της δυτικής μουσικής ιδεολογίας, σε συνδυασμό με το νόθο χαρακτήρα του νεοελληνικού συμφωνικού έργου, απομάκρυνε τις μεγάλες λαϊκές μάζες της χώρας μας απ' αυτή την καλλιτεχνική προσπάθεια.

Έτσι, από κάθε άποψη, ο δρόμος προς τη δημιουργία μιας πραγματικά ελληνικής μουσικής σχολής οδηγούσε και εξακολουθεί να οδηγεί σε αδιέξοδο.



       Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Δύο καλλιτέχνες προβλέπουν, προειδοποιούν το λαό και την νεολαία για την επερχόμενη θεομηνία:

Διακήρυξη
Προς την Ελληνική
Νεολαία
Αθήνα, Μάρτιος 1976

Έλληνες νέοι και νέες!
Οι δυνάμεις του πραξικοπήματος και της ανωμαλίας έντειναν τα σχέδια τους για την τρομοκράτηση και την υποταγή του δημοκρατικού μας λαού. Τα παρακρατικά στοιχεία, οι χθεσινοί δολοφόνοι του Γρηγόρη Λαμπράκη, ανασυντάσσονται. Απειλούν, χτυπούν. Δολοφονούν ξανά τους πατριώτες. Τα όργανα της τάξεως μεταβάλλονται σταθερά σε μια ιδιωτική – πραιτωριανή δύναμη καταπίεσης στη διάθεση μιας κλίκας. Πίσω από την κυβέρνηση – ανδρείκελο δρουν αχαλίνωτα οι πράκτορες των ξένων δυνάμεων και της χούντας. Τα συμφέροντα του λαού, η ζωή του λαού, η οικονομία της χώρας, η εκπαίδευση, τα εθνικά μας συμφέροντα, το μέλλον του έθνους υπονομεύονται.

Η πατρίδα μας οδηγείται σταθερά προς την καταστροφή : Έχοντας καταλύσει πραξικοπηματικά τη νόμιμη κυβέρνηση, οι σημερινοί ουσιαστικοί κυβερνήτες δεν έχουν μαζί τους παρά μονάχα μια μερίδα του ελληνικού λαού και γι' αυτό τρέμουν τις εκλογές.

Ουσιαστικά και τυπικά παράνομοι σφετεριστές τις εξουσίας, αντλούν τη δύναμή τους αποκλειστικά από την υποστήριξη των ξένων αφεντικών τους. Είναι άτομα δίχως πατριωτισμό, δίχως ανθρωπιά, δίχως ηθικούς φραγμούς, που μισούν το λαό και τον τόπο γιατί ακριβώς ξύπνησε και δεν τους θέλει. Είναι αδίστακτοι και γι' αυτό επικίνδυνοι.

Δεν υπολογίζουν και δεν φοβούνται τίποτε άλλο εκτός από την οργή του λαού.

Περήφανοι νέοι και νέες της Ελλάδας!

Σ' αυτή την κρίσιμη ώρα βροντοφωνάζουμε: Και πάλι ξανά θα νικήσει ο λαός! Και πάλι ξανά θα νικήσουν οι δημοκράτες πατριώτες!

Σήμερα η σύγκρουση πραγματοποιείται ανάμεσα στη χούντα και στη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Σπάνια μέσα στην ιστορία του τόπου μας ήταν συσπειρωμένες τόσο πολλές, τόσο ξύπνιες, τόσο έμπειρες και αποφασισμένες δημοκρατικές δυνάμεις γύρω από ένα κοινό στόχο: την κατάλυση της βίας, το θρίαμβο της δημοκρατίας! Πάνω στο χαλύβδινο μέτωπο του λαού μας, αργά ή γρήγορα θα τσακιστούν οι δυνάμεις της ανωμαλίας, όσο και αν κομπορρημονούν σήμερα, όσο κι αν απειλούν. Εμείς καταλύσαμε τον καραμανλισμό, εμείς θα ξεριζώσουμε την παράνομη χούντα της ανωμαλίας.

Όμως γι' αυτό το σκοπό χρειάζεται αγώνας! Και κάτι περισσότερο : χρειάζεται αγωνιστική έξαρση και πάθος!

Η κάθε νέα και ο κάθε νέος πρέπει να βάλουν σήμερα σαν πρώτο καθήκον στη ζωή τους την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών, την καθημερινή μάχη σε όλα τα μέτωπα, ενάντια στις δυνάμεις της βίας και της ανωμαλίας.

Καλούμε τα ελληνικά νιάτα σε πατριωτικό δημοκρατικό συναγερμό!
       
Εμπρός να οργανώσουμε το αντιδικτατορικό μέτωπο!

Εμπρός να ατσαλώσουμε το μέτωπο της ζωής, της δημοκρατίας, της προόδου, της εθνικής αναγέννησης!

Καλούμε όλους τους πνευματικούς οδηγούς – επιστήμονες, καλλιτέχνες, λογοτέχνες, αντιστασιακούς – να σταθούν αποφασιστικά και δημιουργικά στο πλευρό της ελληνικής νεολαίας. Πρέπει να οργανωθεί μια γιγαντιαία επαφή και ζύμωση ανάμεσα στους νέους και τους μεγάλους! Με την οργανωμένη συζήτηση, τη διάλεξη, τη συναυλία, το θέατρο, τις μελέτες των προβλημάτων. Να φωτιστούν από όλες τις πλευρές οι ρίζες του έθνους και οι προοπτικές του. Να βγουν στην επιφάνεια όλες οι ακατάλυτες ηθικές και πνευματικές δυνάμεις του λαού μας. Να γεμίσουν οι καρδιές μας και οι σκέψεις μας από Ελλάδα! Έτσι θα φανεί ακόμα πιο καθαρά ο χαρακτήρας και το νόημα της σύγκρουσης. Έτσι θα γίνει ακόμα πιο βαθιά συνείδηση στις πλατιές μάζες του λαού και τις νεολαίας ότι οι δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας, ριζωμένες πάνω στον κορμό του έθνους, είναι οι μόνες υπεύθυνες για τη ζωή και για το μέλλον της πατρίδας. Είναι επωμισμένες με το χρέος της ιστορικής πορείας του λαού προς τα εμπρός. Και γι' αυτό τελικά θα νικήσουν!

ΖΗΤΩ Ο ΑΔΟΥΛΩΤΟΣ ΛΑΟΣ
ΖΗΤΩ Η ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΕΟΛΑΙΑ


Για τη Δ.Ν.Λ

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Ποιητής (Βραβείο Λένιν)
Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου


  
ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

              Ο καλλιτέχνης απαντά στον αξιότιμο κύριο
                Σάββα Κωνσταντόπουλο: Αθήνα 1966

Σημάδια των καιρών: Η ένοχη υποτέλεια, τη στιγμή ακριβώς που διατάσσει την απαγόρευσή μου από το “Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας”, φοράει στολή εισαγγελέα και ούτε λίγο ούτε πολύ μου λέει:

“Κατηγορούμενε, απολογήσου! Διότι δεν υπάρχει ελευθερία στη... Σοβιετική Ένωση”!

Και με καλεί να διαμαρτυρηθώ γιατί συνελήφθησαν δυο ρώσοι συγγραφείς, ενώ θα έπρεπε να καλέσει ολόκληρη την πνευματική μας ηγεσία να διαμαρτυρηθεί για κάτι που συμβαίνει μέσα στο σπίτι μας. Δηλαδή, τη δίωξη της πνευματικής δημιουργίας ενός πολίτη της χώρας αυτής, μόνο και μόνο γιατί το φρόνημά του δεν αρέσει στην άρχουσα τάξη.

Σ' αυτού του είδους τις ταχυδακτυλουργίες μας έχει συνηθίσει ο αρθρογράφος της “Απογευματινής”. Και για να είμαι ειλικρινής, πρέπει να πω ότι θαυμάζω την επιδεξιότητά του να κάνει το άσπρο μαύρο. Κοντολογίς, να υπερασπίζεσαι τόσο καλά μια τόσο κακή υπόθεση. Γιατί η υπόθεση των σχέσεων ανάμεσα στη συντήρηση και στην πνευματική δημιουργία – την αντίδραση με την ελευθερία – είναι μια πάρα πολύ βρώμικη υπόθεση.

Θα 'χετε ακούσει ασφαλώς αυτό το παραμύθι, ότι ο καλλιτέχνης δημιουργεί μόνο όταν υποφέρει. Κι ακόμα, ότι “αν δεν πεινούσε δεν θα 'γραφε ποτέ αυτό το αριστούργημα”. Ξέρετε τί σημαίνει αυτό;

Σημαίνει ότι η άρχουσα τάξη όχι μόνο διακηρύσσει ξετσίπωτα πως δεν είναι ένοχη γιατί άφησε να πεθάνουν στην ψάθα τόσες ιδιοφυΐες, αλλά ζητάει από πάνω και ρέστα! Ότι δηλαδή τάχα επίτηδες δεν βοηθάει τους πνευματικούς ανθρώπους, μόνο και μόνο για να δημιουργούν.

Αυτό θα πει επιδεξιότητα, κ. Κωνσταντόπουλε! Να τον πεθάνεις πρώτα στην πείνα και μετά (θάνατον!) να διακηρύξεις περήφανος : “Εγώ τον πέθανα! Για να δημιουργήσει!”.

Φυσικά τον αφήσατε να πεθάνει εν ονόματι της Ελευθερίας! Εξάλλου, η μοναδική του ελευθερία δεν ήταν τάχα να πεινάει και να πεθαίνει στην ψάθα; Και να αναγνωρίζεται μετά θάνατον;

Ή μήπως δεν είναι έτσι; Αυτός είναι ο νόμος της πνευματικής ζωής του ελεύθερου κόσμου, ο νόμος της ζούγκλας. Δηλαδή, η σκληρή, άγρια και εξοντωτική πάλη ως την τελική επικράτηση, όχι πάντα του καλύτερου, οπωσδήποτε όμως του δυνατότερου, του ανθεκτικότερου και του ταχύτερου. Στο μεταξύ, κατά τη διαδικασία της αλληλοεξόντωσης, υποκύπτουν, εξαφανίζονται πλήθος πολύτιμες αξίες. Έτσι, η επιτυχία των ελάχιστων πληρώνεται με αληθινή γενοκτονία πολύτιμων δημιουργικών κυττάρων της κοινωνίας.

Σε τρία στάδια μπορούμε να διαιρέσουμε την ένοχη ελευθερία που προσφέρει ο ελεύθερος κόσμος στους ελεύθερους δημιουργούς του.

Στάδιο πρώτο: Δημιουργοί, ιδιοφυΐες και μεγαλοφυΐες δολοφονούνται πριν γνωρίσουν τον εαυτό τους. Μήπως ελευθερία δεν σημαίνει ακριβώς, κατά τον κ. Σ. Κ., να είναι π.χ. ελεύθερος ο ξυπόλητος μικρός βοσκός και ο ξεβράκωτος μικρός λούστρος να παραμείνουν ελεύθεροι ξυπόλυτοι βοσκοί και ξεβράκωτοι λούστροι; Και αν κανείς από αυτούς είναι αίφνης ένας Μότσαρτ ή ένας Σολωμός ή ένας Ελ Γκρέκο; Είναι απίθανο; Τότε ποιός έκανε τα δημοτικά μας τραγούδια;

Μάλλον είναι βέβαιο ότι δεκάδες μεγαλοφυΐες γεννήθηκαν και γεννιούνται μέσα στις καλύβες και στις παράγκες, όμως η ελευθερία τους όχι μόνο δεν τους βοηθάει να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να δοξάσουν τη χώρα τους, αλλά αυτή είναι ίσα – ίσα που τους “εξασφαλίζει” να μείνουν για πάντα στις παράγκες και τις καλύβες. Γιατί αυτή η ιδιόρρυθμη ελευθερία δεν είναι η ελευθερία για τους άλλους, αλλά για τους λίγους, που για λογαριασμό τους τροχίζει τα θλιβερά του όπλα ο κ. Σ. Κ.

Στάδιο δεύτερο : Όσοι από τους δημιουργούς κλπ. τυχαίνει να ανακαλύψουν τον εαυτό τους δολοφονούνται (στη συντριπτική τους πλειοψηφία) κατά τη διαδικασία της επιλογής. Είναι, φυσικά, ελεύθεροι να συνεχίσουν. Άλλο αν κανείς δεν τους τυπώνει τα έργα, κανείς δεν τους τα ανεβάζει, κανείς δεν τους τα εκτελεί, κανείς δεν τους τα εκθέτει, κανείς δεν τα αγοράζει. Βέβαια, όλα είναι ελεύθερα. Και τα τυπογραφεία και τα θέατρα και η ορχήστρα και οι αίθουσες εκθέσεων. Όμως ο άτυχος δημιουργός δεν είναι ακόμα... φίρμα. Και είναι φτωχός. Κανείς δεν τον εμπιστεύεται. Πρέπει πρώτα να φτάσει και μετά. Όμως, στο μεταξύ, πρέπει να φάει, πρέπει να ζήσει και έτσι πίπτει, ηττημένος αλλά ελεύθερος, επί του πεδίου της τιμής. Ίσως να έκρυβε πίσω από τα ανώριμα δοκίμια ένα γίγαντα της τέχνης, όμως ποιός θα ενδιαφερθεί γι''αυτόν; Ο ελεύθερος κόσμος δεν επεμβαίνει στην ελευθερία του ατόμου – δηλαδή στην ελευθερία της απώλειας του δημιουργικού ατόμου.

Στάδιο τρίτο : Όσοι δημιουργοί επικρατούν τελικά, στην συντριπτική πλειοψηφία, υποτάσσονται στους νόμους των κολοσσιαίων μονοπωλίων, που εκμεταλλεύονται σήμερα την τέχνη και τα μέσα διάδοσης του καλλιτεχνικού έργου. Είτε άμεσα είτε έμμεσα, η μεγάλη μάζα των φτασμένων καλλιτεχνών επηρεάζεται, εξαρτάται, υποτάσσεται στις ανάγκες ενός κοινού εξαρτημένου και υποκείμενου άμεσα στα μέσα μαζικής διάδοσης των έργων τέχνης.

Ποιά είναι; 

1) Ο κατευθυνόμενος (από προσωπικά οικονομικά συμφέροντα) τύπος, 
2) το ραδιόφωνο – τηλεόραση, 
3) ο δίσκος, 
4) τα φιλμς, 
5) οι εκδόσεις, 
6) οι γκαλερί, 
7) οι εκδόσεις μουσικών έργων κλπ.

Σε άμεση σχέση με τα παραπάνω είναι: 

1) Τα κάθε είδους βραβεία, 
2) τα φεστιβάλ, 
3) οι κριτικοί, 
4) οι πολιτικοί, 
5) οι κρατικοί μηχανισμοί.

Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να διερευνήσει κανείς τί περιθώρια “ελευθέρας δημιουργίας” επιτρέπουν οι κολοσσιαίοι αυτοί μηχανισμοί και οι πολύπλοκες σχέσεις στους “ελεύθερους δημιουργούς του ελεύθερου κόσμου”...

Και ακόμη: πού οδηγεί αυτό το γιγαντιαίο κυνήγι του κέρδους, που είναι το μοναδικό κίνητρο μέσα σε όλη τη διαδικασία του καλλιτεχνικού λειτουργήματος στον ελεύθερο κόσμο; Κέρδος βέβαια μόνο για μια ορισμένη τάξη, που ασκεί την πιο ραφιναρισμένη ίσως, αλλά το ίδιο στυγνή “δικτατορία” της.

Αυτά ως προς τις υλικές προϋποθέσεις για την ανακάλυψη, ανάπτυξη και ανάδειξη των πνευματικών ανθρώπων στον ελεύθερο κόσμο. Με δυο λόγια : Η ολιγαρχία δεν έχει ανάγκη από πλατύ καλλιτεχνικό κίνημα. Δεν την ενδιαφέρουν οι πολλοί. Γι' αυτό και εμπιστεύεται στο στυγνό νόμο της φυσικής επιλογής την ανάδειξη των ελαχίστων που θα τους μεταβάλει αμέσως σε ιερές αγελάδες με χρυσά κέρατα για να εξασφαλίσει, μαζί με την πνευματική της τέρψη, κολοσσιαία οικονομικά οφέλη και τεράστιες δυνατότητες επιρροής των μεγάλων μαζών.

Υπάρχει ακόμα και η άλλη πλευρά: Ποιά είναι τα ιδεώδη που προσφέρει ο “ελεύθερος  κόσμος” στους πνευματικούς ανθρώπους; Τί να πρωτοθυμηθεί κανείς! Το Λουμούμπα και τους πατριώτες του Κογκό; Ή τους σφαγείς της Αγκόλα; Το ρατσιστικό νόμο της Νότιας Αφρικής, της Ροδεσίας και των Η.Π.Α; Ή τις σφαγές στην Ινδονησία, τις μπόμπες ναπάλμ στην Κύπρο ή την γενοκτονία στο Βιετνάμ; Ή τη δολοφονία του Κέννεντυ;

Αν πάρουμε έστω μονάχα για παράδειγμα την πατρίδα μας, ο φτασμένος πνευματικός άνθρωπος πρέπει να παίρνει αναισθητικά για να μην ακούει τους βόγγους της δυστυχίας, της απόγνωσης και της οργής που υψώνονται από όλες τις μεριές.

Μήπως ο ευαίσθητος πνευματικός άνθρωπος δεν θα πρέπει κάπως να ντρέπεται για κάθε υποσιτισμένο, μελανιασμένο, κουρελιασμένο, ξυπόλητο, βρώμικο ελληνόπουλο; Για κάθε αβοήθητο άρρωστο, γριά, γέρο, αδύναμο συμπολίτη μας; Για όλα τα δολοφονημένα όνειρα των γονέων μας; Για κάθε παράγκα, καλύβα, σκοτάδι, βρώμα, λάσπη, εγκατάλειψη της κάθε γωνιάς της πατρίδας μας; Για κάθε ξεπούλημα του πλούτου της χώρας μας στους ξένους; Για κάθε μετανάστη; Για κάθε εθνική μειοδοσία, προδοσία, υποτέλεια; Για κάθε δίωξη του φρονήματος, για κάθε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων; Για κάθε ανελεύθερο νόμο και μέτρο;

Δίχως τελειωμό είναι το κομπολόγι της ντροπής. Κι όσοι πραγματικά ντρέπονται και το δείχνουν γίνονται ευθύς μίασμα και εσωτερικοί εχθροί του έθνους. Οι άλλοι παίρνουν χλωροφόρμιο να μην ασκούν, να μην βλέπουν. Και να σιωπούν. Με δυο λόγια, να υποτάσσονται “ελεύθερα” στον υπέρτατο νόμο του ελεύθερου κόσμου : Αν θέλεις να είσαι ελεύθερος για να σε δημοσιεύουμε, να σε παίζουμε (και να σε πληρώνουμε), τότε μάθε να φιμώνεις την ευαισθησία σου και να αρνείσαι την ανθρωπιά σου. Τότε μπορεί να μπεις και στην Ακαδημία ακόμα...

Πού είναι τάχα η φωνή των ελεύθερων πνευματικών μας ανθρώπων στην περίπτωση του “Ίντεξ”; Της λογοκρισίας; Του διωγμού των συναδέλφων τους; Για να μην πάμε πιο μακριά. Και τί είναι τάχα που τους εμποδίζει να βγουν να φωνάζουν δημόσια αυτό που κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα στις ιδιωτικές τους επαφές;

Να σας πω με μια λέξη : Η δικτατορία! Η στυγνή δικτατορία της οικονομικής ολιγαρχίας, ιδιαίτερα πάνω σε ό,τι συνδέεται με την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας. Γιατί, αν είναι ηθοποιός, δεν θα βρει θίασο. Αν είναι θιασάρχης, δεν θα βρει θέατρο. Αν είναι συγγραφέας, δεν θα βρει έκδοση. Αν είναι μουσικός, δεν θα βρει ορχήστρα. Και πρόσθεσε ακόμα την κριτική, την προβολή, τη θεσούλα, τέλος το... φάκελλο στην Ασφάλεια. Όχι, μα την αλήθεια, δεν σας πάει το ύφος του εισαγγελέα κ. Σ.Κ.


ΚΙΝΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Ο άνθρωπος, και πολύ περισσότερο ο σύγχρονος Έλληνας, δίνει μια μεγάλη ιστορική μάχη. Οι τεράστιες δυνατότητες που του προσφέρει η σύγχρονη τεχνική, του αποκάλυψαν και του αποκαλύπτουν καθημερινά σε πόσο υψηλή βαθμίδα πρέπει να τοποθετήσουμε τον άνθρωπο, αυτό το τέλειο δημιούργημα. Βρισκόμαστε, δηλαδή, στο γλυκοχάραμα ενός γιγαντιαίου αυτοσεβασμού και αυτοεκτίμησης της Ανθρωπότητας, του κάθε ατόμου προς τον εαυτό του. Αυτό σημαίνει πως κάθε μέρα που περνά κάνει για τον καθένα μας πιο δύσκολη την παραδοχή ορισμένων σχέσεων και συνθηκών που εξακολουθούν να υποβιβάζουν τον Άνθρωπο στην κατηγορία ενός απλού ζώου με ανεπτυγμένο εγκέφαλο.

Είμαι βέβαιος ότι κανείς μας δεν σκέφτεται πόσο τέλειο όργανο είναι λ.χ. το μάτι μας ή το χέρι μας. Πόσα εκατομμύρια χρόνια χρειάστηκαν για να φτάσουν σε τέλεια τελειότητα, ώστε να καταντά έγκλημα η χρησιμοποίησή τους (κατ' αποκλειστικότητα) σε αυτοτελείς λειτουργίες. Τόσο καταπληκτικά όργανα, όπως είναι ο ανθρώπινος εγκέφαλος, η μνήμη, η ευαισθησία, η φαντασία και όμως, σκυμμένα λ.χ. πάνω από το γραφειοκρατικό μηχανισμό, κάνουν τις ίδιες ανόητες λογιστικές πράξεις, γράφουν τα ίδια μονότονα “έχομεν την τιμήν” και “διατελούμεν μετά τιμής”. Με δυο λόγια, πάει χαμένο ότι πολυτιμότερο έχει ο άνθρωπος μέσα του. Ο ίδιος ο άνθρωπος σπαταλιέται, χάνεται, διαλύεται μέσα στην αντιανθρώπινη στρουκτούρα και τις διαδικασίες της σύγχρονης κοινωνίας.

Υπάρχει φυσικά και η πολύ χειρότερη περίπτωση των συνανθρώπων μας που δεν έχουν ακόμα λύσει τα στοιχειώδη προβλήματα της τροφής και της κατοικίας. Όπως είναι γνωστό, χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά από πείνα. Με δυο λόγια, η ανατέλλουσα ανθρώπινη αυτοεκτίμηση τραυματίζεται σε κάθε της βήμα από την απαράδεκτη υποταγή του ανθρώπου σε σχέσεις, νόμους και συνθήκες που δεν έχουν πια καμία σχέση με το μοναδικό του εχθρό : τους φυσικούς νόμους.

Γιατί αυτούς τους τελευταίους κατόρθωσε να τους διερευνήσει, να τους υποτάξει και ακόμα να τους θέσει στην υπηρεσία του.

Όμως, ας έρθουμε στην πατρίδα μας.

Εδώ, αυτό το ανατέλλον αίσθημα του ανθρώπινου αυτοσεβασμού και αυτοεκτίμησης παίρνει στις μέρες μας τις διαστάσεις ενός αληθινού μαζικού κινήματος. Ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους και στις νέες. Βασικά πρόκειται για ένα αληθινό πλέγμα ενοχής, που ξεκινά από δυο διαφορετικές αφετηρίες: τον εαυτό μας και τον αδελφό μας.

Είμαστε ένοχοι για όλους τους Έλληνες που μένουν στα σκοτάδια της υλικής αθλιότητας και της πνευματικής στέρησης. Είμαστε ένοχοι απέναντι στον εαυτό μας, γιατί κανείς από μας δεν κάνει όσο και όπως πρέπει το χρέος του, ώστε να αξιοποιηθεί μέσα μας ό,τι είναι ανθρώπινο, ώστε να μην σπαταλιούνται τα πολιτικά μας χαρίσματα μέσα στην αντιανθρώπινη, την απάνθρωπη, θα 'λεγα, διαδικασία που μας επιβάλλεται από ένα κοινωνικό καθεστώς σχέσεων ιστορικά ξεπερασμένο.

Να λοιπόν για ποιο λόγο η βοήθεια της κουλτούρας και γενικότερα της πνευματικής δημιουργίας γίνεται, σ' αυτό το συγκεκριμένο στάδιο, ένας πολύτιμος, ένας ανεκτίμητος σύμμαχος του αγώνα μας για το χτίσιμο της ανθρωπιάς μέσα σε κάθε άνθρωπο, μέσα σε κάθε Έλληνα. Ο ανθρωπισμός, όπως αποκαλύπτεται μέσα από την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία, είναι το στοιχείο εκείνο που προστιθέμενο πάνω στα πλέγματα της ενοχής, πάνω σε κάθε προσωπική αγωνία και έφεση για το καλύτερο, μπορεί να οδηγήσει σε μια μαχητική, θα 'λεγα, κάθαρση.

Το αίτημα αυτό υλοποιείται καθημερινά, ανάλογα με τη θέση του καθενός μέσα στην παραγωγή και στην κοινωνική στρουκτούρα. Εκφράζεται με τις πολιτικές ιδέες και με τους κοινωνικούς αγώνες.

Όμως, αν προχωρήσουμε προσεκτικά, από τις επιφάνειες προς τα βάθη,  τότε θα δούμε ότι όλες οι αντιτιθέμενες πλευρές κατασταλάζουν σε δύο βασικές αντιθέσεις – τάσεις : Η μια, το ποτάμι, είναι όσοι άνθρωποι θέλουν να γίνουν άνθρωποι. Η άλλη, το φράγμα, είναι όσοι αποζούν από τον άνθρωπο – κοπάδι, τον άνθρωπο – ζώο και γι' αυτό έχουν συμφέρον να τον διατηρήσουν στην κατάσταση του ανθρώπου – ζώου, του ανθρώπου – αντιανθρώπου.

Σκέφτομαι πως θα ήταν πολύ ωφέλιμο αν μπορούσαμε – μέσα από μια σειρά ελεύθερες συζητήσεις – να φωτίζαμε το ρόλο της ελληνικής γραμματείας και κουλτούρας, ως κύριου φορέα ανθρωπισμού μέσα στη ζωή του ελληνικού έθνους, στα τελευταία 150 χρόνια. Ρίχνουμε απλώς την ιδέα, με την ελπίδα πως όλοι όσοι γνωρίζουν και πιστεύουν πως μπορούν να μας βοηθήσουν, δεν θα αρνηθούν να μας προσφέρουν τις γνώσεις τους. Επιμένω πάνω στο σημείο αυτό, γιατί πιστεύω ότι ο εθνικός – πατριωτικός και κοινωνικός ρόλος της ελληνικής γραμματείας και κουλτούρας δεν έχει μελετηθεί από την κοινωνική σκοπιά, ώστε να κατανοηθεί η σημαντική της προσφορά στη διαμόρφωση της πορείας του λαού μας προς τα εμπρός. Νομίζω φάνηκε καθαρά ο χαρακτήρας που θα πρέπει να πάρει κάθε είδους προβληματισμός και συζήτηση εδώ μέσα. Όμως καιρός να 'ρθουμε στη μουσική.

Να τι έγραψα στο πρόγραμμα της εναρκτήριας συναυλίας της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών, στις 18 Νοεμβρίου 1962:

“Η Μικρή Ορχήστρα Αθηνών χαιρετίστηκε και αγαπήθηκε από το κοινό μας, και ιδιαίτερα τη νεολαία μας, γιατί ένιωσε σωστά ότι δεν είναι μια απλή συνάθροιση μουσικών αλλά ένα πνευματικό κίνημα. Κίνημα ιδεών, που θέλει να σπάσει την κρυστάλλινη γυάλα όπου έκλεισαν τη μουσική οι απειροελάχιστοι εστέτ της Αθήνας και να τη ρίξει μέσα στους βουερούς δρόμους, μέσα στα πανεπιστήμια και στις συνοικίες, μέσα στην επαρχία και μέσα στις συζητήσεις.

Η Μ.Ο.Α είναι σα να λέει στο λαό μας : Αυτομορφώσου, ύψωσε την πνευματική σου στάθμη. Μην περιμένεις να σου δώσουν άλλοι αυτό που σου ανήκει. Και στους καλλιτέχνες μας : Βγείτε στους δρόμους για ν' απαγγείλετε τα ποιήματά σας. Εκθέστε τους πίνακές σας στα εργοστάσια. Πηγαίνετε να βρείτε το λαό εκεί που βρίσκεται. Καταργήστε τους μεσολαβητές!

Δεν υπάρχει καιρός! Καλλιτέχνες και κοινό πρέπει γρήγορα να πιαστούν χέρι με χέρι και ν' ανέβουν μαζί στην κορυφή του λόφου, να δουν αυτό που κρύβεται από την άλλη μεριά!”.

Τώρα που ξαναδιαβάζω, ύστερα από τόσα χρόνια τα λόγια αυτά, σκέφτομαι πόσο γίνηκαν στις μέρες μας ακόμα πιο επίκαιρα. Πράγματι, τί άλλο είναι αυτό που επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε παρά ένα αληθινό κίνημα κουλτούρας μέσα στην καρδιά αυτής της υπέροχης εργατικής πόλης; Ένα κίνημα που να λάμψει σα φάρος. Που να βοηθήσει, να οδηγήσει, να θριαμβεύσει!

Πιστεύω ότι η διαδικασία της κατάκτησης τη πνευματικής κληρονομιάς φέρνει στην επιφάνεια τα βαθύτερα και καλύτερα στοιχεία του ανθρώπου. Θέτει σε λειτουργία ξεχασμένους, ίσως, αλλά τρομακτικούς μηχανισμούς ενέργειας, που δημιουργούν τελικά μέσα μας φαινόμενα πνευματικής υγείας και ψυχικής ευδαιμονίας. Ο άνθρωπος που αποφασίζει να μπει σ' ένα παρόμοιο δρόμο γίνεται τελικά ελεύθερος. Που σημαίνει υπεύθυνος. Που σημαίνει κοινωνικά ωφέλιμος.



ΒΑΘΕΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΡΙΖΕΣ


Ξαφνικά ήρθε η στειρότητα.

Άλλοτε υπήρχε στέρηση, δίωξη, ανασφάλεια. Όμως, παράλληλα, υπήρχε ευφορία. Και βαθιά χαρά.

Σήμερα υπάρχει ησυχία, τάξη, ασφάλεια. Και θλίψη γενική και βαθιά.

Μπήκαμε ίσως στις διαδικασίες της κοινωνίας της κατανάλωσης; Με αντάλλαγμα αυτοκίνητο και στέρεο, αρχίζουμε και εμείς να εκποιούμε την ατομική και ομαδική μας ταυτότητα;

Ή μήπως, προς το παρόν, βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι διαφορετικό;

Το φαινόμενο της κατάθλιψης γίνεται ιδιαίτερα αισθητό σε δύο τομείς: Της ιδεολογίας και της τέχνης.

Ίσως γιατί εκεί ακριβώς υπήρχε η αλλοτινή ευφορία. Και κυοφορία. Ή μάλλον η ευφορία από την κυοφορία.

Σαν έναρξη της κυοφορίας τοποθετώ το θάνατο του Παλαμά και τη γέννηση του ΕΑΜ. Και τα δύο γεγονότα, σαν αρχάγγελοι, προμηνούσαν την ανάσταση του λαού.

Η φλόγα της Αλβανίας δεν είχε προφτάσει να φωτίσει ολόκληρο το όραμα.

Η ρωμιοσύνη ονειρεύτηκε ότι ήταν λεύτερη. Όμως, πριν ξυπνήσει, βρέθηκε δεμένη με ξένες αλυσίδες.

Η Κρήτη μας έστειλε τον τελευταίο χαιρετισμό της λευτεριάς. Και μετά εγκαταστάθηκε η μεγάλη Νύχτα.

Ο άνθρωπος έπρεπε να γίνει τρωκτικό. Να μπει μέσα στη γη. Να πεινάσει. Να γίνει πτώμα τυμπανιαίο.

Έπρεπε η Αθήνα να σκεπαστεί με μυριάδες σκελετούς. Κινούμενους και νεκρούς.

Και έπρεπε να ανακαλυφθούν ξανά όλα τα απλά και μεγάλα. Το ψωμί, το λάδι και η ανθρωπιά.

 Θάφτηκε η Ελλάδα και αναστήθηκε.

 Γιατί το κάθε της κύτταρο, ο κάθε Έλληνας θάφτηκε και αναστήθηκε.

Ήταν όμως ένας θάνατος ομαδικός, που στις φλέβες του κουβαλούσε το σπέρμα της καταστροφής του.

Γιατί φαίνεται ότι όταν οι άνθρωποι έχουν τη δύναμη να πεθαίνουν ομαδικά, ο ένας για τον άλλο, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την ανάστασή τους.

Το περίεργο είναι ότι αυτή η ανάσταση συνυπάρχει με το θάνατο. Δηλαδή δεν έρχεται απότομα και μονομιάς. Καταχτιέται κάθε στιγμή.

Ακόμα κι όταν νομίζεις ότι βυθίζεσαι στα σκοτάδια του τίποτα, παράλληλα αρχίζει μέσα σου η ανάστροφη διαδικασία.

Στην αρχή πρόκειται για μικρές σπίθες:

Ένας μύθος, ένα τραγούδι, ένας στίχος, ένας νεκρός.

Μετά οι σπίθες διασταυρώνονται σαν τροχειοδεικτικά πυρά. Ώσπου να γίνουν φωτοβολίδες και βεγγαλικά.

Τέλος έρχεται μεγάλη πυρκαγιά.

Το τρωκτικό ξαναγίνεται άνθρωπος. Ο ένας βλέπει τον άλλο. Ο ένας αγκαλιάζει τον άλλο.

Τώρα φωνάζουν όλοι μαζί, τραγουδούν όλοι μαζί. Πολεμούν όλοι μαζί.

Έτσι η πυρκαγιά φουντώνει. Η πυρκαγιά γίνεται ροδοχάραμα.

Επιτέλους, ο ήλιος στέλνει το πρώτο μήνυμά του.

Σ' αυτή τη στιγμή, 1944, όταν όλοι οι Έλληνες είχαν μαζευτεί στην κορφή του λόφου περιμένοντας να δουν την ανατολή του ήλιου, τυλίχτηκαν ξαφνικά από μια λάμψη που τα υλικά της ήταν η αχαριστία, η προδοσία και ο θάνατος.

Άλλοι τυφλώθηκαν, άλλοι έμειναν παράλυτοι.

Όμως όλοι δηλητηριάστηκαν από την πίκρα που σα χείμαρρος σάρωνε με ορμή τα βουνά και τις πόλεις.

Σχόλια