ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΡΑΤΟΥ - του Μίκη Θεοδωράκη

Aγαπητοί αναγνώστες,

Παραθέτουμε ένα απ' τα πιο συγκλονιστικά κείμενα του Μίκη Θεοδωράκη, το οποίο διαβάστηκε απ' την Μαρία Φαραντούρη κατά την διάρκεια της παρουσίασης του βιβλίου του Ανδρέα Μαράτου "ΟΥΤΟΠΙΑ ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ - Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ", στον Ιανό στις 15/1/2014.

Οι συντελεστές του Θεοδωρακισμού


Το βιβλίο του Ανδρέα Μαράτου αποτελείται από δύο μέρη: το πρώτο αφορά τα ιστορικά γεγονότα από τον Δεκέμβρη του 1944 έως σήμερα και το δεύτερο το έργο μου.

Στον Δεκέμβρη του ‘44 ήμουν 19 χρονών, δηλαδή σε μια ηλικία ώριμη για να κρίνω και να αποφασίζω. Φυσικά δεν ήταν εύκολο, γιατί ανάμεσα στο 1944 και στο σήμερα τα γεγονότα ήταν πυκνά, σημαντικά και κυρίως πολύπλοκα. Ως έφηβος, έπρεπε να αποφασίζω για τον εαυτό μου, την προσωπική μου ζωή και το μέλλον μου, ενώ παράλληλα η ηθική και ιδεολογική μου διαμόρφωση με υποχρέωναν να τοποθετηθώ ενεργητικά απέναντι στις εξελίξεις που αφορούσαν τη ζωή και το μέλλον της Πατρίδας και του Λαού μας.

Τότε για τον καθένα μας υπήρχαν τρεις επιλογές: Η πρώτη ήταν να πας από δω. Η δεύτερη να πας από κει. Και η τρίτη να παραμείνεις ουδέτερος. Γνώριζες ότι η όποια επιλογή σου θα σε βάραινε σε όλη σου τη ζωή. Δηλαδή ήσουν δέσμιος της απόφασής σου και έτοιμος να δεχθείς όλες τις συνέπειες.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, για μένα τα πράγματα ήρθαν έτσι, ώστε ευθύς εξ αρχής, δηλαδή από την ένταξή μου στην εαμική αντίσταση στα 1943, μπήκε μέσα μου το μικρόβιο της αμφιβολίας, που με το χρόνο εξελίχθηκε σε ένα μόνιμο διχασμό προσωπικότητας, με αποτέλεσμα να πράττω και ταυτόχρονα να αποστασιοποιούμαι από τις πράξεις μου (πάντοτε μέσα μου βέβαια, εσωτερικά). Να βλέπω τον εαυτό μου αντικειμενικά σαν ένας τρίτος που παρακολουθεί κάποιον άλλο και μάλιστα με έντονα κριτικό βλέμμα.

Μήπως όμως τελικά αυτός ο διχασμός δεν είναι το γνώρισμα της ελληνικής τραγωδίας από τα Δεκεμβριανά έως σήμερα, που συνίσταται στο γεγονός ότι ο λαός μας γνωρίζει πολύ καλά τους εχθρούς του, ενώ ταυτόχρονα δεν εμπιστεύεται τους φίλους του; Κι αυτό όχι από δικό του λάθος αλλά γιατί κάθε φορά οι υποτιθέμενοι φίλοι του αποδεικνύονται κατώτεροι από τις περιστάσεις και τις προσδοκίες του;

Μέσα σ’ αυτή την ιστορική περίοδο, που ο λαός μας ήταν και είναι αναγκασμένος να ζει ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο «Συμπληγάδες», η θέση η δική μου ήταν και είναι στο σημείο της τριβής και της σύνθλιψης. Κι αυτό γιατί όσο περισσότερο κριτικός και αποστασιοποιημένος ήταν και είναι ο ένας εαυτός μου, τόσο περισσότερο αποφασισμένος και ανένδοτος γίνεται ο άλλος. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τον λαό μας: όσο εκείνος θέλει με όλες του τις δυνάμεις να πιστέψει σε μια οριστική έξοδο προς το φως, τόσο τα γεγονότα, αμείλικτα και αρνητικά τον προσγειώνουν στην σκοτεινή πραγματικότητα.

Ο Ανδρέας Μαράτος που έχει το πλεονέκτημα της χρονικής απόστασης, κατορθώνει να απελευθερωθεί από τις παραμορφωτικές ιδεοληψίες της μιας ή της άλλης πλευράς και έτσι να δει και να αναλύσει με καθαρό βλέμμα, όσο γίνεται πιο αντικειμενικά, την σκεπασμένη –περισσότερο από κάθε άλλη- με νέφη ιστορική μας περίοδο.

Η ιδιότητά μου να βλέπω αντικειμενικά τις πράξεις μου, πιστεύω ότι με έχει βοηθήσει να κατορθώσω όλα αυτά τα χρόνια να βλέπω τα γεγονότα από απόσταση, χωρίς να επηρεάζομαι από την προσωπική μου εμπλοκή.

Για τον λόγο αυτό θεωρώ εξαιρετικά θετική την συνεισφορά του Α. Μαράτου στην αποκάλυψη της ιστορικής αλήθειας.

Σε ό,τι με αφορά, μου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι η ανάλυση και η παρουσίαση του έργου μου ξεκινούν από τον Διόνυσο. Την γενιά μου τόσο από τον παππού μου Μιχαήλ Θεοδωράκη όσο και από τη γιαγιά μου την Αικατερίνη Σπυριδάκη αρχίζοντας από το 1800, την αποτελούσαν και από τις δύο πλευρές βοσκοί, που συνάμα μερικοί από αυτούς έγιναν ξακουστοί λυράρηδες ή ξεχωριστοί επαναστάτες ή και τα δυο συγχρόνως. Έτσι εάν είχα έναν οικογενειακό θυρεό, θα είχε τη μορφή του Τράγου, που στο ένα του κέρατο θα είχε κρεμασμένη τη λύρα και στο άλλο το ντουφέκι. Θέλω να πω, ότι ο Τράγος Διόνυσος είναι μέσα στο αίμα μου. Όπως επίσης πιστεύω ότι αν ως Έλληνες έχουμε κάτι ξεχωριστό, αυτό είναι ο Διόνυσος, ο χορευτής και ο ατίθασος. Όμως ας μην προτρέχω. Ή μάλλον ας μη γενικεύω.

Διόνυσος, σημαίνει υπέρβαση. Ο Ποιητικός Λόγος σημαίνει υπέρβαση του νοητικού. Ο Μουσικός Λόγος αποτελεί υπέρβαση του θυμικού - μυθολογικού μας «είναι». Απόδειξη η γένεση της Τραγωδίας.

Στη ζωή μου  τόσο ο εσωτερικός διχασμός όσο και τα αμφίσημα ιστορικά δρώμενα με υποχρέωσαν να ζήσω υπερβατικά. Με κορυφαία εμπειρία τη Μακρόνησο, όπου υποχρεώθηκα να γίνω αθέλητος θεατής του θανάτου του ανθρώπου μέσα μου και γύρω μου. Έκτοτε έζησα αιωρούμενος μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, πραγματικότητας και ονείρου, αισθήσεων και παραισθήσεων γράφοντας ακατάσχετα μουσικές κάθε είδους, μεταξύ των οποίων και τους κύκλους τραγουδιών που σχολιάζει ο Μαράτος στο βιβλίο του.

Το μόνο μέσον επιβίωσης που μου είχε απομείνει ήταν ο Έρωτας και ο Λόγος. Το βαθύ ερωτικό συναίσθημα, τραυματισμένο από τις συνεχείς και επώδυνες περιόδους των αποχωρισμών, είχε συντονιστεί απόλυτα με την αναπνοή μου. Έκτοτε αναπνέω για να αγαπώ και αγαπώ για να αναπνέω.

Παράλληλα ο Ποιητικός και ο Μουσικός Λόγος, πυρακτωμένος από οδυνηρές εμπειρίες, μετάλλαξε τα ψυχικά τραύματα σε μουσικά έργα. Όπως ένα σκάφος είναι υποχρεωμένο να προσαρμόζεται στην ορμή των κυμάτων και στις αλλαγές των ανέμων, έτσι και το έργο μου παρέμεινε σταθερό στην επιφάνεια, ενώ οι κοινωνικοί κλυδωνισμοί και οι μεταλλαγές των ανθρώπων το φόρτιζαν με ενέργεια και εσωτερική ένταση που δημιουργούσε τη μορφή και το περιεχόμενό του.

Οι στίχοι του Γιάννη Θεοδωράκη στους «Χαιρετισμούς» και του Κώστα Τριπολίτη στο «Ραντάρ» και στον «Επιβάτη» δεν γράφτηκαν τυχαία για μένα. Γνώριζαν, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος, ότι ήμουν ο μόνος επώνυμος και επί πλέον αριστερός, που προσπαθούσε με όλα τα μέσα να βγάλει από τον λήθαργο τους υπνωτισμένους οπαδούς των συνενωμένων δημοκρατικών και άλλων δυνάμεων που είχαν ξεκινήσει από τότε τον χορό του Ζαλόγγου που θα μας οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στο χάος των Μνημονίων. Και γι’ αυτό το λόγο η τιμωρία μου υπήρξε υποδειγματική και ολοκληρωτική, με θύμα τον άνθρωπο, τον πολίτη αλλά και τον καλλιτέχνη και το έργο του. Ειδικά τα τραγούδια μου ήταν αυτό που τους φόβιζε πιο πολύ. Και είχαν δίκιο.

Και φτάνουμε στη μοιραία δεκαετία του ‘ 80 με τον ολοκληρωτικό εξοστρακισμό μου από τη χώρα μου (ανθρώπινο, πολιτικό και καλλιτεχνικό), τον αποκλεισμό, την απομόνωση και τη σιωπηρή δίωξη από τα πανίσχυρα κέντρα της κομματικής και μιντιακής εξουσίας σε αντίθεση με το εξωτερικό, όπου εκτός από τα τραγούδια μου επεκτείνεται συνεχώς ο κύκλος της αποδοχής και του συμφωνικού μου έργου. Απαξιωμένος και διωγμένος από τη χώρα μου, βρίσκω καταφύγιο στο Παρίσι, όπου συνθέτω έργα συμφωνικής μουσικής και κύκλους τραγουδιών, ενώ συγχρόνως πραγματοποιώ εκατοντάδες συναυλίες, όχι μόνο με τραγούδια αλλά και με έργα συμφωνικής μουσικής.

Για τον λόγο αυτό, η φιλολογική έστω αποκάλυψη της σημασίας τους από έναν Έλληνα που απευθύνεται σε Έλληνες, δημιουργεί μέσα μου ένα συναίσθημα χαρμολύπης, γιατί όπως και να το κάνουμε, αποτελεί για μένα μια βαθειά και αγιάτρευτη πληγή η βίαιη αποκοπή της προσφοράς μου, σαν να ήμουν δέντρο που του κόψανε το ωραιότερό του κλαδί.

Και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, οι σοβαρότατες απώλειες  που είχα κατά την κρίσιμη περίοδο από την δεκαετία του ‘ 80 και πέρα, οφείλονται στο γεγονός ότι με την Αριστερά στην Εξουσία, έχασα τη συναισθηματική υποστήριξη και το ενδιαφέρον από ένα μεγάλο μέρος των οπαδών της Αριστεράς και επομένως έγινα περισσότερο ευάλωτος. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά…

Να όμως που ένας νέος στοχαστής, ο Α. Μαράτος, που είναι γνήσιο τέκνο της ιστορικής Αριστεράς, μπόρεσε να καθαρίσει τους σωρούς τα ψέματα που έχουν στήσει γύρω μου οι άσπονδοι φίλοι μου, για να μη βλέπει ο Λαός την Αλήθεια του έργου μου.

Τελειώνοντας θα ήθελα να πω ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στον Ανδρέα Μαράτο και στον Νίκο Καρατζά, γιατί εν γνώσει τους αγκαλιάζουν έναν επικίνδυνο εθνικό εγκληματία δημιουργώντας ένα επικίνδυνα θερμό ρεύμα στην κατεψυγμένη μας κοινωνία και υπενθυμίζοντας με το βιβλίο αυτό ότι υπάρχει ελπίδα να γίνει κάποια μέρα πραγματικότητα η πυρακτωμένη ελπίδα για την Ελλάδα της απόλυτης ελευθερίας και ανεξαρτησίας, μια ένδοξη πραγματικότητα, απόρθητη και ακτινοβολούσα στους αιώνες των αιώνων.
           
Μίκης Θεοδωράκης

Σχόλια