ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ – ΗΡΩΔΕΙΟ 2.9.14 «Να γιατί είμαι τυχερός».



1974, άνοιξη. Βρέθηκα να χτυπάω την πόρτα του σπιτιού του Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι. Άνοιξε ο ίδιος. «Καλησπέρα σας. Είμαι ένας τραγουδιστής από την Ελλάδα και έρχομαι από το Μόναχο, όπου εκεί βρίσκομαι πάνω από ένα χρόνο. Θα ήθελα να με ακούσετε». Χαμογελώντας, με οδήγησε αμέσως στο πιάνο. «Τι ξέρεις;», μου λέει. «Όλα», του απαντώ. Ίσως φοβήθηκε με την απάντησή μου αυτή, λέγοντάς μου ότι έχει πολύ λίγο χρόνο στη διάθεσή του. Δέκα λεπτά περίπου, αν θυμάμαι καλά.

Η εισαγωγή από το πιάνο γεμίζει το δωμάτιο. Με τρεμάμενα πόδια, μπήκα σωστά. ‘Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή’. Ο μύθος ολοζώντανος μπροστά μου, χτύπαγε τα πλήκτρα με την ψυχή του. «Πάμε κι αυτό, παιδί μου». ‘Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ’. Κι αυτό κράτησα απ’τη ζωή μου. Γυρίζει προς την πόρτα και λέει δυνατά: «Μυρτώ, έλα!». Και να μπροστά μου η κυρία Μυρτώ με τον μικρό Γιωργάκη και την μικρή Μαργαρίτα. Τώρα πλέον, είχαμε και ακροατήριο. Συνεχίσαμε για πάνω από δύο ώρες. Έφυγα κυριολεκτικά πετώντας, με τις νέες παρτιτούρες στη μασχάλη. «Μελέτησέ τα καλά, Βασίλη. Έχεις στη διάθεσή σου ενάμιση μήνα, γιατί έχουμε μπροστά μας μεγάλη περιοδεία στην Αμερική».

Μετά από έναν περίπου μήνα, πριν φύγουμε για την Αμερική, θα δίναμε στο Παρίσι συναυλία υπέρ των Μαροκινών φοιτητών. Η αίθουσα κατάμεστη. Ο Μίκης στο πιάνο, εγώ στο μικρόφωνο. Απίστευτο! Η αίθουσα δονείται απ’άκρη σ’άκρη. Διάλειμμα. Κι εκεί στο διάλειμμα, ήρθε η είδηση. Έπεσε η χούντα στην Ελλάδα. Το 2ο μέρος της συναυλίας ήτανε γιορτή. Τελειώσαμε με το ‘Κι εσύ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό’.

Ο Μίκης γύρισε στην Ελλάδα την άλλη μέρα. Εγώ στο Μόναχο, για να μαζέψω τα πράγματά μου. Βρεθήκαμε στην Ελλάδα μετά από μία εβδομάδα. Στούντιο ηχογράφησης. Columbia. Δύο έργα ταυτόχρονα. Το ένα, ‘Μαντώ Μαυρογένους’ / Θίασος Αλίκης Βουγιουκλάκη- Μάνου Κατράκη . Δίσκος: ‘Προδομένος Λαός’. Το άλλο, ‘Εχθρός Λαός’ του Ιάκωβου Καμπανέλλη / Θίασος Τζένης Καρέζη-Κώστα Καζάκου. Στον ‘Εχθρό Λαό’, ο Μίκης πρότεινε να τραγουδάω ζωντανά. Κι έτσι κι έγινε. Τραγουδούσα ζωντανά σε όλες τις παραστάσεις. Ακολούθησε ο δίσκος ‘Της Εξορίας’ και, συγχρόνως, περιοδεία το 1976 και 1977 σε όλη την Ευρώπη. Αεροπλάνα, πούλμαν, τρένα, μέρες ολόκληρες, μέρες, μήνες.

Επειδή ήμουν καλός δέκτης, ο Μίκης με έβαζε να κάθομαι δίπλα του σε όλα τα ταξίδια. Έτσι έμαθα την αληθινή ιστορία της Ελλάδας. Έτσι έμαθα για τα βασανιστήρια των ανθρώπων από «ανθρώπους», έτσι έμαθα τη Ζάτουνα, τον Άη Στράτη, τον Ωρωπό, τη Γυάρο, την Μακρόνησο, όπου εκεί έκανε «διακοπές» και ο πατέρας μου, όπως ο Μίκης, ο Ρίτσος, ο Μπιθικώτσης και τόσοι άλλοι σύντροφοι. Έτσι έμαθα να υποστηρίζω την ενότητα της Αριστεράς, με όραμα μια Παγκόσμια Αριστερά.

Παρόλο που από τα 14 μου ήμουν ονειροπαρμένο με μανία για την ποίηση, ένιωσα βαθιά και ουσιαστικά τους ποιητές μέσα μου, τραγουδώντας τους. Ακολούθησε η ηχογράφηση του έργου ‘Καρυωτάκης’. Να γιατί είμαι τυχερός! Γιατί βρέθηκα στην σκιά της πιο ψηλής κολόνας του πολιτισμού μας.

Πάνω στα μάρμαρα του Ηρωδείου, που κακιά σκουριά δεν πιάνει, στις 2 του Σεπτέμβρη, η μουσική του Μίκη θα μας ξεναγήσει στα περιβόλια και στα λιβάδια των ποιητών μας.

Μίκη Θεοδωράκη, σε τιμώ και σε ευχαριστώ που μου έμαθες πως «Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία».


Σχόλια