ΕΙΚΟΣΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΣΗΜΕΡΑ* - του Μίκη Θεοδωράκη

*Περιλαμβάνεται στο συγγραφικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη "ΠΟΥ ΠΑΜΕ;" που εκδόθηκε το 1989. Το συγκεκριμένο κείμενο γράφτηκε τον Δεκέμβρη του 1987.



Πλησιάζουμε το 1990. Τότε θα συμπληρωθεί μισός αιώνας από τον πόλεμο στα βουνά της Αλβανίας. Μεγάλοι σταθμοί σ’ αυτή την πεντηκονταετή εθνική πορεία είναι: Η συμμετοχή της χώρας μας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ξένη κατοχή. Η Εθνική Αντίσταση. Ο εμφύλιος πόλεμος. Η εμπέδωση της αμερικανοκρατίας με κύριο φορέα το αστυνομικό κράτος. Ο αγώνας για δημοκρατία. Η στρατιωτική χούντα και ο αντιδικτατορικός αγώνας.
Μέσα στον τελευταίο μισό αιώνα, η χώρα μας έζησε:

Δέκα χρόνια σε συνθήκες πολέμου και εμφυλίου.
Εφτά χρόνια στρατιωτικής δικτατορίας.
Δεκαεφτά χρόνια αστυνομικού κράτους, και
Δεκατρία μόνο χρόνια σε συνθήκες δημοκρατίας.

Δηλαδή, η δημοκρατία αναλογεί μόλις σ’ ένα 25% της εθνικής μας ζωής.

Ο αιώνας μας είναι ο αιώνας της Οκτωβριανής Επανάστασης. Του φασισμού, του ναζισμού και του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού. Της γιγαντιαίας σύγκρουσης, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που προς στιγμής συνένωσε τη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ (μαζί με τους συμμάχους τους) εναντίον της χιτλερικής Γερμανίας και των συμμάχων της. Της κινεζικής επανάστασης. Της δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Της διάλυσης της αποικιοκρατίας. Της δημιουργίας του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Της πυρηνικής εποχής και της πυρηνικής αντιπαράθεσης ΗΠΑ – ΕΣΣΔ. Της κατάκτησης του Διαστήματος. Της ηλεκτρονικής επανάστασης. Της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης μιας σειράς κρατών στον καπιταλιστικό χώρο. Της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Κομεκόν. Της αυξανόμενης οικονομικής εξαθλίωσης στον Τρίτο Κόσμο. Της οικονομικής στασιμότητας στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και, τέλος, των προσπαθειών για έναν παράλληλο πυρηνικό αφοπλισμοί με όραμα την παγκόσμια ειρήνη.
Στη χώρα μας ο πόλεμος κατά της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας έφερε για μια στιγμή την εθνική ενότητα. Με την ήττα, κατέρρευσαν ο θρόνος και το κράτος της Δεξιάς που κυβερνούσαν τη χώρα. Δημιουργήθηκε η Εθνική Αντίσταση με κύριο φορέα το ΕΑΜ. Στα βουνά, προσωρινά, έγινε προσπάθεια για τη δημιουργία λαϊκού κράτους νέου τύπου. Όμως, η απελευθέρωση έφερε στο προσκήνιο τον παλιό πολιτικό κόσμο. Με τη βοήθεια των Άγγλων χτύπησαν το ΕΑΜ, ξανάφεραν το θρόνο και ξαναχτίσανε το αστυνομικό κράτος. Ο εμφύλιος πόλεμος, που ήταν καρπός αυτής της πολιτικής, παρ’ ότι αντανακλούσε την εσωτερική κατάσταση, τις εσωτερικές ταξικές, ιδεολογικές, και πολιτικές αντιθέσεις, φορτίστηκε τελικά σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο έπρεπε από τις διεθνείς αντιθέσεις και κυρίως την αντίθεση ΗΠΑ – Σοβιετικής Ένωσης – αντίθεση που με την άνοδο του Τρούμαν βρισκόταν τότε στο κορύφωμά της.

Με την επιβολή του «Δόγματος Τρούμαν» στην Ελλάδα, ο αστικός πολιτικός κόσμος παραδίδει τη χώρα στους Αμερικάνους, ενώ από την απέναντι πλευρά, το Κομμουνιστικό Κόμμα και ο Δημοκρατικός Στρατός εκφράζουν τις θέσεις της Σοβιετικής Ένωσης. Η κορυφαία διεθνής αντίθεση ΗΠΑ – Σοβιετικής Ένωσης παγιώνεται στην εσωτερική ζωή της χώρας. Οριοθετεί ως σήμερα ακόμη τις πολιτικές εξελίξεις. Με βάση τις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία, τον κρατικό μηχανισμό, το θρόνο και τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, κυριαρχεί η αμερικανοκρατία.
Στη δεκαετία του ’60 μια μερίδα του αστικού πολιτικού κόσμου διαχωρίζει τη θέση της με αίτημα περισσότερες δημοκρατικές ελευθερίες, χωρίς να θίγει τα βασικά ερείσματα της αμερικανοκρατίας. Η Αριστερά εκμεταλλεύεται αυτή την αντίθεση κάνοντας για πρώτη φορά αισθητή την παρουσία της στο μαζικό χώρο. Μπροστά στον κίνδυνο, οι στρατιωτικοί, θεματοφύλακες του αστυνομικού κράτους και της αμερικανοκρατίας, επιβάλλουν στρατιωτική δικτατορία.
Η διάσπαση της Αριστεράς, που συμπίπτει με την επιβολή της δικτατορίας, δεν επιτρέπει στις διαρκώς αφυπνιζόμενες λαϊκές δυνάμεις να συσπειρωθούν και να οργανωθούν, ώστε την πτώση της δικτατορίας να την ακολουθήσει μια νέου τύπου δημοκρατία, απαλλαγμένη από τις ξένες δεσμεύσεις και τα εσωτερικά καρκινώματα. Η προδοτική στάση των στρατιωτικών απέναντι της Κύπρου, που είχε ως αποτέλεσμα την ξένη εισβολή και την τουρκική κατοχή του 40% της μεγαλονήσου, οδηγεί στην πτώση της χούντας. Η μορφή της δημοκρατίας που ακολουθεί αντανακλά τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων. Οι δημοκρατικές ελευθερίες, που για πρώτη φορά λειτουργούν, αντισταθμίζονται με τη διατήρηση του συντηρητικού κρατικού μηχανισμού και με τον έλεγχο των ερεισμάτων στρατηγικής σημασίας από τους Αμερικάνους.
Με βάση τα αντιαμερικανικά αισθήματα του ελληνικού λαού ξανάρχεται και εμπεδώνεται η διεθνής αντίθεση ΗΠΑ – Σοβιετικής Ένωσης, που κυριαρχεί και πάλι στην εσωτερική ζωή της χώρας. Η εθνική ζωή ιδεολογικοποιείται γύρω από τα προβλήματα που έχουν σχέση με τη διεθνή σύγκρουση, δηλαδή ΝΑΤΟ – ΒΑΣΕΙΣ – ΕΟΚ, ενώ υποβαθμίζεται η ιδεολογική – ταξική σύγκρουση, που αφορά τα κύρια εσωτερικά προβλήματα του λαού. Έτσι, σε μια σειρά ζωτικούς τομείς, η εθνική ζωή στασιμοποιείται και υποχωρεί, και πρώτα και κύρια στον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης.
Η αμερικανοκρατία, που τυπικά τη διώξαμε από την πόρτα, ξαναμπήκε από το παράθυρο. Μόνο που έχει αλλάξει μορφές και μεθόδους. Φοβούμενοι ότι κινδυνεύουν να χάσουν τα ζωτικά γι’ αυτούς ερείσματα στη χώρα μας, οι Αμερικανοί διεισδύουν και πάλι βαθιά σε όλους τους νευραλγικούς τομείς της εθνικής ζωής.
Η Αριστερά, σαν ο αδιάλλακτος τοποτηρητής του συνθήματος: Έξω από το ΝΑΤΟ – Έξω οι ΒΑΣΕΙΣ, απομονώνεται όλο και πιο πολύ. Κάποτε θα διαπιστώσει ότι οι Αμερικανοί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, διατηρούν και θα διατηρήσουν τα στρατηγικά τους ερείσματα∙ όμως ρίχνοντας όλες τους τις δυνάμεις για να προστατεύσουν τη στρατιωτική τους παρουσία ξαναμπήκαν με καινούργιους, ραφιναρισμένους τρόπους μέσα σ’ όλο το φάσμα της εθνικής ζωής, ώστε να μην έχουν ανάγκη από μεθόδους του απροκάλυπτου αστυνομικού κράτους για να στηρίξουν την παρουσία και τα συμφέροντα τους.
Από την άλλη μεριά, η «επαναστατική γυμναστική», με στόχους-συνθήματα σχεδόν εξωπραγματικά και ανέφικτα, κούρασε το λαό και ιδιαίτερα το χώρο της ευρύτατης Αριστεράς, όπου άρχισαν να παρουσιάζονται φαινόμενα πολιτικού εκφυλισμού. Προσανατόλισε το δυναμικό του μαζικού πολιτικού κινήματος προς την κατεύθυνση μιας αλλαγής καθαρά επαναστατικού χαρακτήρα – ενώ ήξερε ότι δεν υπάρχουν τέτοιες προϋποθέσεις – και έτσι άφησε το χώρο ελεύθερο, εκεί που υπήρχαν υπαρκτά, ουσιαστικά εθνικά-λαϊκά προβλήματα που οι λύσεις τους ήταν εφικτές εάν και εφόσον έπεφτε επάνω τους ο όγκος του λαϊκού κινήματος.
Το αποτέλεσμα ήταν να χαθεί ο αγώνας και εναντίον της στρατιωτικής παρουσίας των Αμερικανών και για τις ριζικές και εφικτές αλλαγές κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα. Το κενό που άφησε αυτή η τακτική των ανέφικτων στόχων, το κατέκτησε εύστοχα η μεταμφιεσμένη αμερικανοκρατία μέσω των ίδιων των συμμάχων της Αριστεράς! Αυτό φάνηκε καθαρότερα από κάθε άλλο τομέα στην εκπόνηση και εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής, που ταξικά εκφράζει τη λογική και τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και των ξένων μονοπωλίων, ενώ πολιτικά δημιουργεί εξ αντικειμένου μέτωπο ΠΑΣΟΚ – Νέας Δημοκρατίας, αφήνοντας στη γωνία την Αριστερά.
Το ίδιο θα γίνει και με τις Βάσεις. Από τη στιγμή που το κυβερνητικό κόμμα θα βρει την κατάλληλη φόρμουλα για να δικαιολογήσει την παρουσία τους, και πάλι θα δημιουργηθεί μέτωπο ΠΑΣΟΚ – Νέας Δημοκρατίας, με την Αριστερά στη γωνία.
Τελικά, η υπερ-ιδεολογικοποίηση της πολιτικής μας ζωής, στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων που συμπίπτουν με τη λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος, δεν κούρασε μόνο τους οπαδούς του προοδευτικού – αριστερού κινήματος. Ακόμα πιο τραγικό είναι το ότι αφόπλισε ολόκληρο τον ελληνικό λαό, τον αποστράτευσε, τον έβαλε στο περιθώριο σε μια ιστορική στιγμή που απαιτείται η λαϊκή πανστρατιά, η σύσσωμη παλλαϊκή συμμετοχή στη μάχη για την ουσιαστική επιβίωση του έθνους. Κι αυτή η σύγχρονη μάχη, που τη δίνουν πολλοί λαοί, από τους Ιάπωνες τους Φιλανδούς, και όλοι οι λαοί της Ευρώπης (με τους οποίους αύριο θα συνυπάρξουμε χωρίς σύνορα), είναι η μάχη της οικονομικής ανάπτυξης, της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ανασυγκρότησης.
Το κυβερνών κόμμα, θέλοντας να καρπωθεί τη φιλολαϊκή πλην ανέφικτη συνθηματολογία της Αριστεράς, μπορεί να κέρδισε την κυβερνητική εξουσία, όμως τελικά παγιδεύτηκε μέσα στα ίδια του τα δίχτυα. Γιατί είναι φανερό ότι δεν μπορεί κανείς ατιμωρητί να υπόσχεται πράγματα που ο ίδιος πιστεύει ότι δεν μπορεί να πραγματοποιήσει. Γι’ αυτό, η τελευταία επταετία καταναλώθηκε σε μια συνεχή προσπάθεια συμβιβασμού των ασυμβίβαστων. Των οραμάτων με την πραγματικότητα. Των υποσχέσεων με τις υπαρκτές δυνατότητες.
Όμως, ενώ οι κύριοι εκπρόσωποι αυτής την πολιτικής ασχολούνται με τους γνωστούς πολιτικούς, κομματικούς, πολιτειακούς και κάποτε και εθνικούς ακροβατισμούς, προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού, που μέσω του ημερήσιου Τύπου έχει ανακαλύψει ένα νέο θέατρο σκιών εθνικού μεγέθους, αφ’ ενός οι γνωστοί διεθνείς κύκλοι και δυνάμεις που φημίζονται για τη σοβαρότητά τους, και εν προκειμένω οι Αμερικανοί, κατακτούν, το ένα μετά το άλλο, όλα τα σημαντικά εθνικά ερείσματα και νευραλγικές θέσεις, αφ’ ετέρου ο λαός, έχοντας υποβαθμιστεί στο ρόλο του θεατή, παύει να αποτελεί όλο και πιο επικίνδυνο παράγοντα πολιτικής παρέμβασης και φορέα ανάπτυξης και προόδου.
Η Βουλή γίνεται όλο και περισσότερο ανύπαρκτη. Τα συνδικάτα υπολειτουργούν. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει αφεθεί στον πατριωτισμό των δημοτικών αρχόντων και των δημοτών της. Ο τροχός της εθνικής παραγωγικότητας γυρίζει όλο και πιο αργά. Η κρατική πρόνοια, με τη μορφή παροχής υπηρεσιών στον πολίτη (Υγεία – Παιδεία – Πολιτισμός – Δημόσια έργα), έχει επανακάμψει σε εποχές όπου η «επάρατος Δεξιά» αδιαφορούσε για τα προβλήματα του τόπου και του λαού.
Τη στιγμή αυτή αφυπνίζονται οι δυνάμεις της Αριστεράς, που ουσιαστικά έστρωσαν το χαλί για να περάσει το ΠΑΣΟΚ και να φτάσει στην εξουσία. Ήρθε η ώρα για να πληρωθούν οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα που δημιούργησε στο χώρο της Αριστεράς το βασικό – αλλά ανομολόγητο – λάθος: ότι το μέτωπο με το ΠΑΣΟΚ ήταν εφικτό εφ’ όλης της ύλης, συμπεριλαμβανομένης και της κατάκτησης του στόχου (που έχει ουσιαστικά επαναστατικό χαρακτήρα) της εξόδου της χώρας μας από το ΝΑΤΟ και του ξηλώματος των αμερικανικών βάσεων. Και ακόμα, της παράλληλης επιδίωξης, της εγκατάλειψης της ΕΟΚ. Με ποιες αναλύσεις, σε σχέση με τις αντικειμενικές συνθήκες, το αγωνιστικό φρόνημα του ελληνικού λαού, τον εσωτερικό και διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και με ποιες πληροφορίες και εγγυήσεις, σε σχέση με την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, έφτασαν στο συμπέρασμα αυτό;
Εξετάσαμε πιο πριν ποια ήταν τα αποτελέσματα αυτής της μαξιμαλιστικής τακτικής μέσα στο λαό και το έθνος. Ακόμα χειρότερα, μπορούμε να πούμε, ότι είναι στο χώρο της Αριστεράς. Γιατί, θέλει δε θέλει, και μη έχοντας πάρει έγκαιρα τις αποστάσεις της – ακόμα και όταν η κυβέρνηση εφάρμοζε τα καθαρά αντιλαϊκά οικονομικά και συνδικαλιστικά μέτρα – εισπράττει (κι αυτό είναι ίσως λίγο περίεργο) σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό την αποτυχία του ΠΑΣΟΚ. Ίσως γιατί το τελευταίο, όντας κυβέρνηση, μπορεί να συγκρατεί ένα σημαντικό όγκο της εκλογικής του πελατείας, με παροχές, εκμεταλλευόμενο το δημόσιο ταμείο.
Ενώ η Αριστερά, εκτός του κυβερνητικού νυμφώνος, εισπράττει την απογοήτευση των οπαδών του «Μετώπου της Αλλαγής» μη έχοντας τη δυνατότητα να σκορπίσει ούτε καν υποσχέσεις, γιατί αυτή τη φορά δεν είχαμε εμφύλιο, ώστε να δικαιολογούνται λάθη. Είχαμε ομαλές πολιτικές εξελίξεις και επομένως ο λαός δεν συγχωρεί μια τόσο απαράδεκτη λογική και πολιτική απογείωση από την πραγματικότητα, όπως είναι η καλλιέργεια μέσα στο χώρο της Αριστεράς του μύθου ότι η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ – επικεφαλής όλων των προοδευτικών δυνάμεων που κέρδισαν μαζί το 65% στις εκλογές του 1981 – θα εφάρμοζε το πρόγραμμα της Αλλαγής.
Το πιο τραγικό για την Αριστερά είναι ασφαλώς ότι η εγκατάλειψη αυτού του προγράμματος δεν έγινε μόνον ως προς τους μαξιμαλιστικούς στόχους, αλλά και μέσα στον κοινωνικό τομέα, με αποτέλεσμα να πάει πίσω η οικονομία, να μειωθεί το εισόδημα των εργαζομένων, που βρέθηκαν διπλά αφοπλισμένοι – ώστε να διεκδικήσουν με αγώνες το δίκιο τους : Και από την κυβέρνηση, που ευνούχισε το συνδικαλιστικό κίνημα, και από την Αριστερά, που, για λόγους που μόνο αυτή γνωρίζει, δεν μπήκε αποφασιστικά και δυναμικά μπροστά σε ένα διεκδικητικό κίνημα των εργαζομένων που μαστίζονται από την κυβερνητική πολιτική.
Σύντομα τελειώνει μισός αιώνας εθνικής ζωής. Το τέλος συμπίπτει με την είσοδό μας στην ΕΟΚ, με κύριο γνώρισμα της εσωτερικής πολιτικής μας ζωής την ενασχόληση με στόχους, που έχουν να κάνουν περισσότερο με την κύρια διεθνή σύγκρουση του καιρού μας παρά με τα πραγματικά εθνικά μας συμφέροντα. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στο πρόβλημα της Ατλαντικής Συμμαχίας. Με ποια κριτήρια πιστεύουμε ότι είμαστε περισσότερο πατριώτες, ότι εμείς αγαπάμε περισσότερο τη χώρα μας, απ’ ό,τι οι Ιταλοί την Ιταλία, οι Γάλλοι τη Γαλλία, οι Γερμανοί τη Γερμανία;
Το πρόβλημα των στρατιωτικών συμμαχιών (ΝΑΤΟ – Σύμφωνο Βαρσοβίας), όπως το πρόβλημα των βάσεων (Αμερικανικών και Σοβιετικών), είναι ένα πρόβλημα με παγκόσμιες διαστάσεις. Είναι το μεγάλο διεθνές πρόβλημα της εποχής μας. Το πώς και το γιατί είναι πράγματα γνωστά. Κάτω απ’ όποιο πρίσμα κι αν το δεις, μέσα απ’ όποια ιδεολογία κι αν το εξετάσεις, το συμπέρασμα είναι το ίδιο: ότι δηλαδή πρόκειται για μια κακοδαιμονία της εποχής μας – μια τραγική πραγματικότητα - , που όλο και πιο πολλοί και πιο υπεύθυνοι σκέπτονται όλο και πιο σοβαρά πως θα απαλλαγούμε απ’ αυτήν. Πως, δηλαδή, θα προχωρήσει ο πυρηνικός αφοπλισμός. Πως κάποτε θα διαλυθούν τα αντίπαλα ΝΑΤΟ και Σύμφωνο Βαρσοβίας. Και πως θα ξηλωθούν οι Βάσεις∙ όλες οι Βάσεις.
Βεβαίως, στη χώρα μας υπήρξε μια ιδιομορφία. Δεν είμαστε μόνο στο ΝΑΤΟ, δεν έχουμε μόνο βάσεις. Είχαμε και την αμερικανοκρατία, που, όπως είπαμε, επανέρχεται σήμερα με άλλες μεθόδους.
Η αρνητική ιστορική φόρτιση είναι, εξάλλου, ένας από τους κύριους παράγοντες, ώστε το ρολόι της εθνικής μας ζωής να μένει σταθερά καθηλωμένο στο παρελθόν. Είναι, επιπλέον, ένα θαυμάσιο πρόσχημα στα χέρια ορισμένων που κερδοσκοπούν εκλογικά αναξέοντας παλιές μνήμες, γεμάτες εθνικούς διχασμούς, πληγές και μίση. Έτσι, η χώρα μας κρατιέται αγκυροβολημένη στο παρελθόν.
Μιλούν για Μακρονήσια αυτοί που σ’ εκείνες τις σκοτεινές εποχές είχαν προσυπογράψει, σαν πολιτική παράταξη, την ίδρυση και λειτουργία αυτού του απάνθρωπου στρατοπέδου εξόντωσης, όπως είχαν προσυπογράψει τις χιλιάδες θανατικές καταδίκες, την είσοδο της χώρας στην Ατλαντική Συμμαχία, την εγκατάσταση των ξένων βάσεων και την παράδοση της χώρας στους Αμερικανούς. Έχουν την σιγουριά ανθρώπων που πιστεύουν πως απευθύνονται σε αγράμματους και ανιστόρητους ιθαγενείς.
Ωστόσο η δουλειά τους γίνεται. Η εμφύλια διαίρεση ξανάρχεται για να δηλητηριάσει το λαό και τελικά να τον διαιρέσει – όχι εκεί που πρέπει, σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, σε κατέχοντες και κατεχόμενους, αλλά εκεί που τους συμφέρει εκλογικά -, με αποτέλεσμα να μουδιάζουν οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, και η οικονομία, η κοινωνία, ο πολιτισμός, να μπαίνουν σε τέλμα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Δεξιά είναι συνδεδεμένη ιστορικά με την αμερικανοκρατία. Όχι όμως μόνο η Δεξιά, αλλά και οι χθεσινοί κεντρώοι. Όλος ο «εθνικόφρων» πολιτικός κόσμος. Η αμερικανοκρατία είναι το σύστημα που λειτουργεί μέσα σε όποιες πολιτικές συνθήκες και δυνάμεις – δεξιές, κεντρώες, κεντροαριστερές -, ευθύς μόλις παρουσιαστεί υπαρκτός κίνδυνος για μια ανατροπή του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος της. Αντιμετωπίζεται μόνο με εθνική-λαϊκή επανάσταση. Η οποία δεν πραγματοποιήθηκε την εποχή της ανοιχτής πρόκλησης, που ήταν η στρατιωτική δικτατορία και η εισβολή στην Κύπρο.
Η αμερικανοκρατία δεν λειτουργεί σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης – με τη μορφή του αστυνομικού κράτους – γιατί, όπως φαίνεται, εκεί έχει να κάνει με λαούς με μειωμένο πατριωτικό αίσθημα, όπως θέλουν να ισχυρίζονται στη χώρα μας ορισμένοι!
Είναι ανάγκη, νομίζω, να «μπούμε» λίγο μέσα στα επιτελεία των Αμερικανών και των Σοβιετικών … Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές και σοβαροί, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι πυρηνικοί εξοπλισμοί δεν επιτρέπουν, ούτε για τους μεν ούτε για τους δε, την παραμικρή υποχώρηση ως προς τη διατήρηση μιας ισορροπίας από την οποία δεν εξαρτάται μόνο η τύχη της χώρας τους, αλλά η ζωή και ο θάνατος ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Εκτός από τον ελληνικό λαό, που πλήρωσε πανάκριβα με έναν εμφύλιο και μια δικτατορία και ένα δεκαεπτάχρονο αστυνομικό καθεστώς, αυτή την αλήθεια τη γνωρίζουν καλά και οι λαοί της Ουγγαρίας, της Τσεχοσλοβακίας και της Πολωνίας… Αυτό το παιχνίδι με τη φωτιά έχει κάψει τα φτερά της Ελλάδας επί μισόν αιώνα. Όσοι έχον αντίθετη άποψη, ας την πουν ανοιχτά και καθαρά στο λαό. Γιατί όποιος ρίχνει το σύνθημα, πρέπει να εξηγεί και με ποια μέσα και θυσίες θα το κατακτήσει.
Επιλέγοντας σταθερά εκείνη την εθνική πολιτική, που στηρίζεται στα ιστορικά δεδομένα, στη διεθνή πραγματικότητα και στις αποφάσεις του ενημερωμένου υπεύθυνα για τα προβλήματα αυτά ελληνικού λαού, κόβουμε το χορτάρι, κάτω από τα πόδια των κύκλων της υποτέλειας, που ο μοναδικός δρόμος της πολιτικής τους επιβίωσης είναι η τυφλή εξυπηρέτηση των αμερικανικών συμφερόντων. Όμως, αυτή η στιγμή, που η συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας θα εντάξει τους μαξιμαλιστικούς στόχους μέσα στα πλαίσια της διεθνούς πορείας προς την ειρήνη, θεωρώντας τόσο τη θέση της χώρας στην Ατλαντική Συμμαχία, όσο και την ύπαρξη των βάσεων ως ένα προϊόν της κοσμογονικής σύγκρουσης δύο κόσμων που κατέταξε τους λαούς από δω κι από κει, τους πιο πολλούς χωρίς φυσικά να τους ρωτήσουν, τότε η ύπαρξη της αμερικανοκρατίας με τη μορφή της αστυνόμευσης της εθνικής ζωής, για τη μη μονομερή αλλοίωση της παγκόσμιας ισορροπίας, καθίσταται περιττή. Ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία και για μια υπαρκτή και όχι πλασματική υπερήφανη εξωτερική πολιτική αρχίζει από το σημείο που αναγνωρίζουμε την ιστορική νομοτέλεια σαν αποτέλεσμα ξένων και δικών μας πρωτοβουλιών, χαμένων ευκαιριών, και κυρίως λαθών, μέσα στα πλαίσια των δεδομένων διεθνών σχέσεων.
Είναι, νομίζω, τουλάχιστον ανόητο να θεωρούμε τη χώρα και το λαό μας ανώτερους από έθνη και λαούς με παλιές και βαθιές παραδόσεις εθνικής υπερηφάνειας. Ο ιταλικός , ο γαλλικός, ο ισπανικός, ο γερμανικός, με πολύ μεγαλύτερες από μας οικονομικές δυνατότητες – για να αναφερθώ σε χώρες του ενός στρατοπέδου – δεν είναι δυνατόν να έχουν μειωμένο το αίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας και ανεξαρτησίας. Στην πραγματικότητα, είναι πιο τυχεροί από μας, γιατί οι πολιτικές τους ηγεσίες – στο σύνολο τους – δείχνουν σοβαρότητα, ρεαλισμό και ευθύνη. Πράγμα που δεν συμβαίνει δυστυχώς με τη δική μας. Για τούτο οι λαοί αυτοί προοδεύουν και προχωρούν, ενώ ο δικός μας μένει στάσιμος. Είδαμε ότι μέσα σε μισό αιώνα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο και σήμερα, παρ’ όλο που για πρώτη φορά λειτουργεί στη χώρα μας η δημοκρατία, κινδυνεύει να πάθει ασφυξία από τη δημοκοπία.
Με το τέλος μισού αιώνα εθνικής ζωής, με την προοπτική του 1992, τότε που θ’ ανοίξουν τα σύνορα της ΕΟΚ, και όντας στο κατώφλι του 2000, είναι καιρός να δούμε χωρίς παραμορφωτικούς φακούς που βρισκόμαστε σήμερα, και με ποιο τρόπο, από χώρα που έχει μόνο παρελθόν, θα μπούμε στο μέλλον. Από δω και μπρος μας χρειάζονται άνθρωποι που να κοιτάζουν μονάχα μπροστά. Μας χρειάζεται δύναμη και αποφασιστικότητα να γυρίσουμε σελίδα. Ίσως σε λίγο η διαίρεση των πολιτικών δυνάμεων και της πολιτικής πρακτικής θα είναι ανάμεσα σ’ αυτούς που είναι αγκιστρωμένοι στο παρελθόν και σ’ εκείνους που όχι μόνο ατενίζουν σταθερά το μέλλον αλλά και το προετοιμάζουν με σκέψεις και ενέργειες συγκεκριμένες.
Τη σκέψη μας θα πρέπει να την απασχολήσει η νέα γενιά, που βιολογικά εκπροσωπεί – είναι – το μέλλον της χώρας. Έτσι, το πολιτικό μας πρόγραμμα θα πρέπει να συνταχθεί με άξονα όλα εκείνα τα μέτρα που θα εξοπλίσουν τις καινούργιες γενιές, ώστε να γίνουν αντάξιες της εποχής τους. Η διαιώνιση της Ελλάδας κρίνεται αυτή τη στιγμή από τις δυνατότητες που θα έχουν τα παιδιά μας να διακριθούν μέσα στο διεθνή στίβο, που από τώρα κιόλας τον χαρακτηρίζει ολοένα και περισσότερο υψηλός βαθμός μόρφωσης και συσσώρευσης πολλαπλών και εξειδικευμένων γνώσεων. Ίσως η ιδιαιτερότητά μας θα πρέπει να είναι ότι στην εποχή των κομπιούτερς – που είμαστε υποχρεωμένοι να μπούμε στο ίδιο βαθμό με τους προηγμένους λαούς -, εμείς θα εξοπλίσουμε τις νέες γενιές, παράλληλα, με την δική μας ιστορική μνήμη, τις πολιτιστικές μας αξίες, την ανθρωπιστική διάσταση της ελληνικότητας, δηλαδή με όλα τα ηθικά, πνευματικά και ψυχικά στοιχεία που ξεχώριζαν την Ελλάδα και τον ελληνισμό μέσα από τους αιώνες.
Στα τελευταία πενήντα χρόνια σημειώθηκαν εθνικές εξάρσεις με κύριο γνώρισμα την ανάδυση στην επιφάνεια του ελληνικού χαρακτήρα, της ελληνικής σκέψης, της ελληνικής τέχνης, της ελληνικής νοοτροπίας. Παρατηρούμε ότι αυτά τα ιστορικά κινήματα, όπως ήταν το έπος της Αλβανίας, η Εθνική Αντίσταση, τα κινήματα του «114» και του 15% για την Παιδεία, οι Λαμπράκηδες, ο αντιδικτατορικός αγώνας και το Πολυτεχνείο, ήταν κινήματα που ξεπήδησαν πάντοτε από τα κάτω και ποτέ από τα πάνω. Και ο λαός είναι γη και πάνω του φυτρώνουν δέντρα και δάση – οι μεγάλες εθνικές πρωτοβουλίες.
Σχεδόν αντίστοιχες ήταν από τα πάνω οι απουσίες, τα λάθη, τα πισωγυρίσματα, οι προδοσίες. Ποιο είναι το συμπέρασμα; Ότι μέσα στο μισό αιώνα που πέρασε, όλα τα καλά και θετικά ξεπήδησαν μέσα από το λαό. Όλα τα κακά και αρνητικά μέσα από τις πολιτικές ηγεσίες. Δεξιοί, Κεντρώοι, και Αριστεροί ηγέτες έχουν το μερίδιό τους στις εθνικές καταστροφές. Γιατί και από ποιους προδόθηκαν οι αγώνες και οι θυσίες του λαού στην Αλβανία, στην Εθνική Αντίσταση, στην Απελευθέρωση, στον Εμφύλιο πόλεμο, στους δημοκρατικούς αγώνες του 1960 – ’67, στην αντιδικτατορική πάλη, στην τραγωδία της Κύπρου και, τέλος, από το 1981 και μετά;
Όμως, όπως θα δούμε, το πολιτικό εποικοδόμημα στη χώρα μας είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση της ανώμαλης, αντιδημοκρατικής, αυταρχικής και αντιλαϊκής δομής του ελληνικού κράτους, της ελληνικής πολιτείας, της νομοθεσίας και του ίδιου του Συντάγματος.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο απηρχαιωμένο και αντιδραστικό πλέγμα που χαρακτηρίζει τη δημόσια ζωή της χώρας, η οποιαδήποτε κυβέρνηση, όσο καλές προθέσεις κι αν έχει, θα πιαστεί όπως η μύγα από το ιστό της αράχνης. Είναι, λοιπόν, μάταιο να λέμε ωραίες φράσεις και να ρίχνουμε ηχηρά συνθήματα. Θα ’λεγα ακόμα, ότι είναι μάταιο να’ χουμε πρόγραμμα και θέληση να το εφαρμόσουμε εφόσον από τη στιγμή που θα περάσουμε το κατώφλι των δημοσίων κτιρίων μας περιμένει ο ιστός της αράχνης για να μας εξουδετερώσει.
Από την παραπάνω ανάλυση φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε σε εθνικό αδιέξοδο. Ότι η πορεία του τόπου μας γίνεται όλο και πιο αρνητική για το λαό μας, όλο και πιο επικίνδυνη για την πατρίδα μας. Έχουν γίνει ήδη ορατοί δύο μεγάλοι εθνικοί κίνδυνοι.
Ο πρώτος συνδέεται με την παραγωγικότητα της χώρας, την οικονομική καθυστέρηση: Ένα φορολογικό σύστημα που ξεζουμίζει το λαό, αφήνει άθικτο το μεγάλο κεφάλαιο και επισημοποιεί τη φοροδιαφυγή. Την κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος, με την ανάδειξη σε κύρια πρακτική τη χρησιμοποίηση του δημόσιου ταμείου για την εξαγορά και συγκράτηση της εκλογικής πελατείας. Την προχειρότητα και τον αυτοσχεδιασμό στην κατάρτιση των εθνικών οικονομικών προγραμμάτων, την ανυπαρξία σημαντικών, αναγκαίων και αποδοτικών δημοσίων επενδύσεων, που καταλήγουν στον ξένο δανεισμό ο οποίος αυξάνει την εξάρτηση. Όλ’ αυτά, σε συνδυασμό με την απουσία μιας οικονομικής πρότασης που να κινητοποιεί τις παραγωγικές μας δυνάμεις και την έλλειψη εμπιστοσύνης για την προσέλκυση ξένων και ντόπιων επενδύσεων για μεγάλα παραγωγικά έργα, είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε οικονομικό χάος, και ίσως και στην εθνική καταστροφή.
Ο δεύτερος ορατός εθνικός κίνδυνος συνδέεται με την εξωτερική μας πολιτική, που φάσκει και αντιφάσκει και που θέλοντας να είναι δήθεν ανεξάρτητη είναι απλώς θεαματικά ακροβατική, με κίνδυνο να πέσει και να τσακιστεί μαζί της και η χώρα μας. Θα έλεγα ότι είναι αναποφάσιστη, γιατί όπως φαίνεται δεν χαράζεται με αποκλειστικό γνώμονα το εθνικό μας συμφέρον, αλλά κυρίως την εσωτερική απήχηση ως προς την εκλογική πελατεία του ΠΑΣΟΚ, που έχει συνηθίσει να τρέφεται με τα συνθήματα και με πρωτοβουλίες και φράσεις χωρίς περιεχόμενο. Κι αυτό, γιατί βασικό δόγμα της σημερινής κυβέρνησης είναι μονάχα ένα και τίποτε άλλο: Η διατήρηση της εξουσίας με κάθε τρόπο, με κάθε θυσία.
Μέσα σ’ αυτό το δόγμα εντάσσεται δυστυχώς και η εξωτερική μας πολιτική. Ιδιαίτερα αυτή που αφορά τη γειτονική Τουρκία. Ο έξαλλος εθνικισμός, ο σοβινισμός, είναι μια νέα φλέβα μέσα στο εκλογικό ορυχείο, που οι Έλληνες εκλογικοί μάγειροι τη συνιστούν για να καλυφθούν οι απώλειες από το φιάσκο των ανεφάρμοστων σοσιαλιστικών διακηρύξεων. Είναι όμως ένα παιχνίδι με τη φωτιά. Ο τουρκικός κίνδυνος είναι υπαρκτός. Εκμεταλλευόμενοι μια, παρόμοιας έμπνευσης, δημοκοπική ενέργεια των συνταγματαρχών – που ήθελαν να ενώσουν την Κύπρο με την Ελλάδα -,οι ιθύνοντες κύκλοι της Τουρκίας άρπαξαν το μισό νησί, χωρίς τη δυνατότητα από μέρους μας άμυνας ή αντεπίθεσης.
Έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι οι λεονταρισμοί είναι η πολιτική των δειλών. Τώρα κάποιοι θέλουν να αποδείξουν ότι οι λεονταρισμοί φέρνουν ψήφους, γιατί κουκουλώνουν τα καυτά και υπαρκτά προβλήματα που απασχολούν τους εργαζόμενους. Θα πω πιο κάτω τη γνώμη μου για τα ελληνοτουρκικά. Σε τούτο το σημείο απλώς υπογραμμίζω ότι δεν αποκλείεται καθόλου να οδηγηθούμε σε μια εθνική περιπέτεια με μια σύρραξη με την Τουρκία, που θα έχει ανυπολόγιστες, καταστροφικές συνέπειες για την πατρίδα μας.
Αυτό το παιχνίδι της εξουσίας για την εξουσία. Αυτή η δεξιοτεχνική επίδειξη αδιάκοπων παλατιανών αλλαγών, που έχει μεταβάλει διακεκριμένες προσωπικότητες του ΠΑΣΟΚ σε πιόνια χωρίς οποιαδήποτε δυνατότητα διαμαρτυρίας ή έστω και εξήγησης μπροστά στο λαό ή τουλάχιστον στους ψηφοφόρους τους. Αυτός ο αχαλίνωτος λαϊκισμός που έχει αναχθεί σε μέγιστη κυβερνητική ιδεολογία. Ο πολιτικαντισμός. Και, τέλος, η ψυχολογική τρομοκρατία που έχει κυριαρχήσει μέσα στη μάζα ολόκληρου του στελεχικού δυναμικού του ΠΑΣΟΚ, συμπεριλαμβανομένης και μιας μερίδας του ημερήσιου Τύπου. Όλα αυτά και άλλα πολλά έχουν γεμίσει τη δημόσια ζωή με αναθυμιάσεις. Ή μάλλον έχουν καλύψει την πολιτική μας ζωή με ένα άλλου τύπου νέφος, όμως εξ ίσου δηλητηριώδες.
Η κοινή γνώμη είναι παγιδευμένη από το πολιτικό θέατρο σκιών, όπου πρωταγωνιστούν καθημερινά οι ίδιες και οι ίδιες φιγούρες: Ο Χατζατζάρης, ο Χατζηαβάτης, ο Βεληγκέκας, ο Μπαρμπα-Γιώργος και, προπαντός, ο Πασάς. Ο Καραγκιόζης και το Κολλητήρι είναι ο ίδιος ο λαός, που αφού χάζεψε επτά ολόκληρα χρόνια αρχίζει να ξυπνά απότομα και διαπιστώνει ότι όπου και να κοιτάξει γύρω του βλέπει ντουβάρια. Τείχη από δω, τείχη από κει. Κλεισμένος πανταχόθεν. Χωρίς διέξοδο. Χωρίς ελπίδα. Χωρίς μέλλον.
Τι του προτείνουν; Μια καραβάνα με την ίδια σούπα.
Σήμερα, σε παγκόσμια κλίμακα, και φυσικά και στην Ευρώπη, οι λαοί ο ένας μετά τον άλλον θέτουν σαν κύριο εθνικό στόχο την εκπόνηση και εφαρμογή εθνικών μοντέλων οικονομικής ανάπτυξης. Όπως αποδεικνύουν τα αποτελέσματα, βασικές προϋποθέσεις είναι η ειρήνη, οι δημοκρατικές ελευθερίες και τα ελεύθερα συνδικάτα που αποσπούν όλο και πιο μεγάλο μερίδιο για τους εργαζόμενους.
Έχει αποδειχθεί ότι η κοινωνική δικαιοσύνη μέσα σε συνθήκες χαμηλής παραγωγικότητας μένει στα χαρτιά. Αντίθετα, όταν οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται, με αποτέλεσμα να υπάρχει σταθερή αύξηση του εθνικού εισοδήματος, δημιουργείται η βάση – προϋπόθεση για την ικανοποίηση του στόχου της κοινωνικής δικαιοσύνης. Με τον όρο ότι οι εργαζόμενοι, οργανωμένοι μέσα στις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, διεκδικούν από θέση ισχύος το μερίδιό τους, μια όλο και δικαιότερη κατανομή. Αν, παράλληλα με τους εργαζόμενους, η εκλεγμένη δημοκρατικά κυβέρνηση βρίσκεται κοντά στις εργατικές δυνάμεις, η κατανομή του εθνικού εισοδήματος γίνεται δικαιότερη για όλους.
Σε συνθήκες ελεύθερης καπιταλιστικής κοινωνίας, ο ρόλος των οικονομικών κύκλων είναι καθοριστικός για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Με τον όρο ότι θα υπάρξει κοινωνικό συμβόλαιο, με τη μορφή συγκεκριμένης κυβερνητικής πολιτικής και συγκεκριμένων μέτρων, που να εμποδίζει την ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου, να χτυπά τις ολιγαρχικές αντιλήψεις και μεθόδους, να ενισχύει τις παραγωγικές επιχειρήσεις και να χτυπά το αντιπαραγωγικό κεφάλαιο.
Σ’ αυτό το μεταβατικό στάδιο προς πιθανές μορφές περισσότερο λαϊκής διακυβέρνησης, με αποφασιστική συμμετοχή των εργαζομένων στα εθνικά κέντρα αποφάσεων, ο ρόλος του κράτους και της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η προώθηση του εθνικού μοντέλου παραγωγής, μέσα σε συνθήκες που συνιστούν και εξασφαλίζουν τα δίκαια συμφέροντα όλων τα παραγόντων που συμμετέχουν στη δημιουργία του εθνικού πλούτου.
Έως σήμερα η διεθνής πείρα έχει δείξει ότι τα οφέλη για τους εργαζόμενους είναι από κάθε άποψη μεγαλύτερα στις χώρες όπου σημειώνεται υψηλή οικονομική ανάπτυξη. Νομίζω ότι μπορούμε, συγκριτικά, να διαπιστώσουμε ότι, ανάμεσα σε μια καπιταλιστική χώρα με υψηλό δείκτη ανάπτυξης και σε μια σοσιαλιστική με χαμηλό, η θέση των εργαζομένων στην πρώτη βρίσκεται υπεροχή σε σχέση με το πρόβλημα όχι μόνον της ικανοποίησης με κάθε είδους αγαθά, αλλά και της κοινωνικής δικαιοσύνης: Όχι ως εξασφάλισης μόνο των υλικών αγαθών, αλλά και των πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών και τελικά της ουσιαστικής συμμετοχής στην εθνική ζωή. Αποδεικνύεται έτσι ότι μέσα στις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες τα ουσιαστικά δικαιώματα των εργαζομένων αναπτύσσονται και εξασφαλίζονται παράλληλα με το επίπεδο της παραγωγικότητας και της οικονομικής ανάπτυξης. Τελικά, ο δείκτης παραγωγικότητας αντανακλά το επίπεδο ελευθερίας των εργαζομένων. Δηλαδή δημιουργείται διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο δείκτη ελευθερίας και στο δείκτη παραγωγής.
Το οξυγόνο για την ανάπτυξη των πνευμόνων των παραγωγικών σχέσεων είναι οι πραγματικές και όχι οι πλασματικές δυνατότητες των εργαζομένων για ουσιαστική παρέμβαση στην εθνική ζωή. Αυτές οι δυνατότητες συνδέονται με τις δημοκρατικές, πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες. Οι παραγωγικές σχέσεις μέσα σε ελευθερία προωθούν τις παραγωγικές δυνάμεις. Όταν δεν υπάρχει παραγωγική ανάπτυξη σημαίνει ότι οι παραγωγικές σχέσεις ασφυκτιούν από την έλλειψη του οξυγόνου της ελευθερίας. Τότε, εξ αντικειμένου, η κοινωνική δικαιοσύνη μένει γράμμα νεκρό.
Η ουσία της μαρξιστικής ιστορικής παρέμβασης υπήρξε η προσπάθεια για μια κοινωνική οργάνωση που να εξασφαλίζει κοινωνικές σχέσεις που να προωθούν τις παραγωγικές δυνάμεις. Κριτήριο, για τον ίδιο τον Μαρξ, της προοδευτικότητας μιας χώρας είναι το επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγής ως η μόνη δυνατότητα για να περάσει η κοινωνία σε πραγματικές μορφές ελευθερίας και προόδου.
Μην ξεχνάμε πως για τη μαρξιστική σκέψη, το δουλοκτητικό σύστημα υπήρξε προοδευτικότερο από την κοινωνία του πρωτόγονου κομμουνισμού. Η ύπαρξη της κοινωνικής τάξης των δούλων – ηθικά απαράδεκτη – κρίθηκε σαν αναγκαίο κακό στην ιστορική πορεία προς τα εμπρός, δηλαδή για το ανέβασμα των παραγωγικών δυνάμεων με την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων στο εσωτερικό της κοινωνίας.
Με το ίδιο κριτήριο κρίνονται και τα υπόλοιπα κοινωνικά συστήματα. Για να καταλήξουμε κάποτε στο συμπέρασμα ότι το καπιταλιστικό σύστημα – θετικό στην αρχή – γίνεται αντιδραστικό μόνο και μόνο, ή μάλλον κυρίως, γιατί μπλοκάρει τις παραγωγικές σχέσεις, με αποτέλεσμα να μένουν οι παραγωγικές δυνάμεις στάσιμες ή να πισωγυρίζουν. Με άλλα λόγια, να εμποδίζεται η παραγωγική ανάπτυξη της κοινωνίας.
Τι φταίει άραγε; Ενώ έγιναν οι αναγκαίες εθνικοποιήσεις, οι οποίες υποτίθεται ότι θα δημιουργούσαν τις παραγωγικές σχέσεις που θα προωθούσαν την παραγωγικότητα της κοινωνίας, βρισκόμαστε ύστερα από 70 χρόνια μπροστά στο πρόβλημα της στασιμότητας των παραγωγικών δυνάμεων που καταγγέλλει στις μέρες μας ο Γκορμπατσόφ.
Όπως είναι γνωστό, ο βασικός νόμος της διαλεκτικής, θέση – αντίθεση – σύνθεση, βρίσκεται μέσα σε κάθε ζωντανό οργανισμό, από την ανόργανη ύλη, στους ζωντανούς οργανισμούς, στην πνευματική δημιουργία, τις ανθρώπινες κοινωνίες και τις ιστορικές εξελίξεις. Η επανάσταση, δηλαδή το ποιοτικό άλμα, γίνεται για μια στιγμή και τότε έχουμε το πέρασμα από μια συσσωρευμένη ποσότητα σε μια νέα ποιότητα. Δεν υπάρχει μέσα στο φυσικό κόσμο νόμος που να παγώνει και να παγιώνει την επανάσταση, δηλαδή να διαιωνίζει τη στιγμή της ρήξης. Κάτι τέτοιο στον ανόργανο ή στο φυσικό κόσμο ονομάζεται τέλος ή θάνατος, γιατί καταργεί τη βασική λειτουργία της ζωής που είναι η σχέση θέση – αντίθεση.
Η ταύτιση της επανάστασης με ένα κόμμα – σύστημα, που τη διαιωνίζει εις το διηνεκές, καταργεί στην ουσία τον φυσικό – κοινωνικό νόμο της θέσης – αντίθεσης, μιας και η θέση κωδικοποιείται, γίνεται κόμμα, σύστημα, εξουσία, ιδεολογία, αστυνομία και, τελικά, ιδεολογική επιταγή. Ένα σύστημα, όπου επισήμως υπάρχει μόνον η θέση, δεν μπορεί να έχει σύνθεση (δηλαδή, ανάπτυξη, άνθηση, καρποφορία), γιατί η σύνθεση προϋποθέτει το ελεύθερο παιχνίδι των αντιθέσεων. Θέση (θετικός πόλος), αντίθεση (αρνητικός), δημιουργούν το ρεύμα∙ δηλαδή φωτίζουν, κινούν τη μηχανή. Ο όρος ελευθερία, τόσο παρεξηγημένος και συκοφαντημένος, στην ουσία είναι ο βασικός νόμος που διέπει όλες τις μορφές εξέλιξης, επιτρέποντας και επιδιώκοντας και προστατεύοντας τη θέση – αντίθεση, ώστε να εκδηλωθεί σε όλη την ένταση, το βάθος και το πλάτος, γιατί μόνον έτσι είμαστε βέβαιοι ότι η σύνθεση είναι προϊόν σωστής, δηλαδή θετικότερης επιλογής.
Εξάλλου, σύνθεση δεν νοείται με φόρτιση αρνητική. Τότε έχουμε αποσύνθεση. Γιατί σύνθεση σημαίνει πάντοτε βήμα προς τα εμπρός. Όσο ουσιαστικότερη και εντατικότερη είναι αντίθεση, τόσο η θέση είναι υποχρεωμένη, για να την αντιπαλέψει, να γίνει κι αυτή ακόμα πιο εντατική και ουσιαστική. Απ’ αυτή την ελεύθερη πάλη εξαρτάται ο χαρακτήρας της σύνθεσης. Σε κοινωνικά συστήματα όπου η αντίθεση έχει, για τον άλφα ή βήτα λόγο, καλυφθεί ή δήθεν εξουδετερωθεί, η εξουσία – θέση δεν έχει λόγο να γίνει καλύτερη∙ να εμπλουτιστεί, να δυναμώσει, να γίνει ποιοτικά υψηλή. Δεν πρόκειται να γίνει ζύμωση, πάλη, αναμέτρηση, για να επικρατήσει το καλύτερο. Όπως είπαμε, η θέση επανάσταση – Κόμμα που νίκησε σε μια στιγμή, διαιωνίζει εις το διηνεκές τη στιγμή της ρήξης, ενώ παράλληλα διαιωνίζει εις το διηνεκές επίσης την αντίθεση, που την βάφτισαν με κάθε είδους επίθετα.
Είναι αληθινά περίεργο ότι δύο βασικοί νόμοι της μαρξιστικής σκέψης – ο βασικός νόμος της διαλεκτικής, θέση – αντίθεση – σύνθεση, και ο νόμος του καθορισμού της προοδευτικότητας ενός κοινωνικού συστήματος με βάση τους δείκτες παραγωγής, δηλαδή τις παραγωγικές σχέσεις που προωθούν τις παραγωγικές δυνάμεις – είναι δύο νόμοι που «υποφέρουν» στις σοσιαλιστικές χώρες, εκεί δηλαδή που επικρατεί η μαρξιστική ιδεολογία.
Προϋπόθεση για ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης είναι να σιγουρευτεί ο λαός μας για το που βρίσκεται σήμερα∙ ποια είναι η πραγματική θέση του μέσα στον σύγχρονο κόσμο. Ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα που καλείται να λύσει και που πρέπει να τοποθετήσει τις πραγματικές δυνατότητες για να πάει μπροστά.
Σήμερα, τα τρία κύρια επίπεδα της εθνικής μας ζωής αλληλογρονθοκοπούνται:
Δηλαδή, η ελληνική κοινωνία – σαν σύνολο σχέσεων και δραστηριοτήτων – στηριγμένη κυρίως στην ιδιωτική πρωτοβουλία και την προσωπική δράση θέλει να πάει μπροστά. Όμως δεν μπορεί.
Το δεύτερο επίπεδο, δηλαδή το Κράτος, μένει αγκυροβολημένο στο παρελθόν. Αληθινή βδέλλα που πίνει το αίμα της εθνικής οικονομίας, απορροφώντας το μέγιστο τμήμα του εθνικού προϋπολογισμού.
Ενώ το τρίτο, το πολιτικό εποικοδόμημα, με τα συν αυτώ και κυρίως με τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, επιμένει να αναπαράγει ξεπερασμένες ιστορικά και κοινωνικά αντιθέσεις και να καλλιεργεί τις εισαγόμενες – και καθόλου εσωτερικές και πραγματικές – διεθνείς αντιθέσεις και κυρίως την κορυφαία, δηλαδή μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης.
Έτσι, ενώ η ελληνική κοινωνία θέλει να τραβήξει μπροστά, το κράτος και η δομή της πολιτικής ζωής την τραβούν πίσω. Δεν την αφήνουν να λάβει επαφή με την υπαρκτή πραγματικότητα. Την μπερδεύουν και τη ζαλίζουν με έναν καθημερινό πολιτικό λόγο που βρίσκεται όλο και πιο πολύ έξω και πέρα απ’ τα καθημερινά, ουσιαστικά και υπαρκτά προβλήματα του λαού μας και της εποχής μας. Και κυρίως το μέγιστο, δηλαδή το πρόβλημα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης.
Ζαλίζουν το λαό με ψευτοπροβλήματα. Κανείς δεν λέει στο λαό, λόγου χάρη, γιατί χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και πολλές άλλες που έχουν ακριβώς την ίδια με μας θέση μέσα στο σύγχρονο κόσμο δεν εμποδίζονται να ασχοληθούν πρώτα και κύρια με το δικό τους μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, ανεβάζοντας συνεχώς το επίπεδο ζωής του λαού τους – τη γενική ευημερία – μέσα σε συνθήκες εθνικής ανεξαρτησίας – όσες επιτρέπει η διεθνής συγκυρία με τη διατήρηση των δύο στρατιωτικών συμφώνων -, ελευθερίας και δημοκρατίας.
Όλοι σήμερα γνωρίζουν ότι οι αμερικανικές βάσεις, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα μείνουν. Και όμως, επί πολλά έτη η εθνική μας ζωή εξαντλείται γύρω απ’ αυτό το θέμα που όλοι γνωρίζουν ότι κυριάρχησε μόνο σαν κάποια μορφή ψηφοθηρικής σκοπιμότητας και τίποτε άλλο. Δηλαδή σκιαμαχούμε, αφήνοντας κατά μέρος όλα τα ουσιαστικά προβλήματα που ταλανίζουν το λαό. Και ακόμα χειρότερα, εγκαταλείποντας και μεταθέτοντας για το μέλλον την εθνική προσπάθεια για την επιλογή του δικού μας μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης και σε συνέχεια την κατάκτησή του. Μένουμε στάσιμοι ενώ οι άλλοι προχωρούν.
Για να επιλέξουμε σωστά το δικό μας εθνικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης και ακόμα περισσότερο να μπούμε μπρος για την εφαρμογή του, μας χρειάζεται κατ’ αρχήν ειρήνη. Πως βοηθάμε προς αυτήν την κατεύθυνση;
Είναι ουτοπικό και επικίνδυνο να επιχειρήσει μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα να χαράξει μια δήθεν δική της πολιτική ειρήνης έξω απ’ τις κοσμογονικές και γιγάντιες συγκρούσεις της εποχής μας. Πρέπει να συμβάλλουμε μαζί με όλες τις άλλες χώρες προς τη μοναδική κατεύθυνση που θα εξασφαλίσει τελικά την παγκόσμια ειρήνη. Δηλαδή την αποκατάσταση αμοιβαίας εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις και τα δύο στρατιωτικά σύμφωνα. Που θα φέρει, βήμα βήμα, τον αμοιβαίο αφοπλισμό. Στόχος θα πρέπει να είναι η ταυτόχρονη διάλυση του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Όμως, για να φτάσουμε εκεί, θα πρέπει να πολλαπλασιάζονται μεθοδικά όλες οι ενέργειες που φέρνουν τους λαούς κοντά: Εμπορικές σχέσεις. Πολιτιστικές ανταλλαγές. Άνοιγμα των συνόρων. Λαός με λαό και από τις δύο πλευρές. Μα και σχέσεις ΕΟΚ – ΚΟΜΕΚΟΝ, που θα φέρουν ίσως μια μέρα πιο στενή οικονομική συνεργασία, με όραμα πάντα μιαν Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια.
Αυτές οι κινήσεις πρέπει να γίνονται σε σοβαρότητα. Γιατί μόνον έτσι έχουν αποτέλεσμα. Η γεωγραφική μας θέση, η γειτονία μας με την Τουρκία και η οικονομική μας κατάσταση απαιτούν από μας να μας σέβονται και να μας υπολογίζουν και κυρίως να μας εμπιστεύονται όλες οι χώρες. Ιδιαίτερα οι χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Κομεκόν. Τους έχουμε όλους ανάγκη. Στο στάδιο που έχουν φτάσει οι σχέσεις μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και ΗΠΑ, εκείνο που χρειάζεται είναι, προπαντός, μια ομαλή και αδιατάραχτη πορεία προς τη, βήμα βήμα, αμοιβαία ελάττωση του πυρηνικού οπλοστασίου, πρώτα, και των συμβατικών όπλων, αργότερα.
Μια ξαφνική και απρόβλεπτη αλλοίωση της λεπτεπίλεπτης ισορροπίας, ειδικά στη νευραλγική περιοχή της Ευρώπης και τα Μεσογείου, όχι μόνο θα σταματήσει αυτή την πορεία αλλά μπορεί και να μας πάει πίσω. Δηλαδή, επάνοδο των πυραύλων – αύξηση του πυρηνικού οπλοστασίου.
Να γιατί καμιά από τις δύο μεγάλες δυνάμεις δεν επιζητεί αυτή τα στιγμή αλλαγές. Η μόνη χώρα στην Ευρώπη που θέτει, έστω φραστικά, πρόβλημα αλλαγής αυτού του κρίσιμου συσχετισμού δυνάμεων, είναι η Ελλάδα. Και μόνο το γεγονός αυτό μας εκθέτει απέναντι στους δύο συνασπισμούς. Θα μου πείτε ότι πρόκειται μόνο για λόγια, για συνθήματα, για δημοκοπία, για προεκλογική ζύμωση. Όμως, έστω αι με τη μορφή αυτή μας εκθέτει. Η χώρα μας χάνει τη σοβαρότητά της σε μια στιγμή που έχει ανάγκη από εμπιστοσύνη. Σε όλους τους τομείς, και κυρίως στον εθνικό και τον οικονομικό. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να μπούμε στο μέλλον, δηλαδή στο μοντέλο της οικονομικής ανάπτυξης, αν δεν αποφασίσουμε ποιοι είμαστε, πόσο μετράμε, και πως θα συμβάλλομε θετικά στην παγκόσμια προσπάθεια για την αμοιβαία μείωση των εξοπλισμών, χωρίς ψευτοπαλικαρισμούς που δείχνουν προχειρότητα και ανευθυνότητα.
Η πληγή με την Τουρκία πρέπει να κλείσει. Πρέπει ν’ αρχίσουν αμέσως διμερείς συνομιλίες ανωτάτου επιπέδου. Πρέπει να ζητήσουμε τη συνδρομή της ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ. Του ΟΗΕ. Ίσως και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, γιατί κι αυτοί θα πρέπει να ανησυχούν από μια σύρραξη κοντά στα Βαλκάνια με απρόβλεπτες για την παγκόσμια ειρήνη συνέπειες. Να ζητηθεί η παρέμβαση της Ουάσιγκτον και της Μόσχας για την εγγύηση των συνόρων μας. Θεωρώ περιττό να επαναλάβω ότι ο διακανονισμός των σχέσεών μας με τη γειτονική χώρα δεν μπορεί να γίνει σε βάρος ούτε του ενός ούτε του άλλου. Ίσως τώρα που πέρασε τόσος χαμένος καιρός, η διευθέτηση των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας να είναι ο μόνος τρόπος γα να λυθεί δίκαια το πρόβλημα της Κύπρου.
Μίλησα για την ειρήνη. Ειρήνη στον κόσμο. Ειρήνη στην περιοχή μας. Δεν είναι όμως μοναδικό όφελος η συμβολή μας στην ειρήνη, αυτή καθ’ εαυτή. Πέραν απ’ αυτό, η ορθή τοποθέτησή μας στο πρόβλημα τούτο θα έχει άμεσες επιπτώσεις στην προσπάθεια οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Η σοβαρή και υπεύθυνη συμβολή μας στο επίπεδο της αντίθεσης Ανατολής – Δύσης θα βοηθήσει να κατακτήσουμε το σεβασμό και την εμπιστοσύνη των λαών, που έτσι κι αλλιώς συνεργαζόμαστε μαζί τους. Σε Δύση και σ’ Ανατολή. Γιατί οικονομική ανάπτυξη χωρίς εμπιστοσύνη στη σοβαρότητα ενός λαού και την κυβέρνησή του δεν γίνεται. Η εμπιστοσύνη στον ελληνικό λαό θα κερδηθεί μόνο με μια σειρά σοβαρών και υπεύθυνων ενεργειών που να πείθουν επάνω στην πραγματικότητα και είναι αποφασισμένος να προχωρήσει μπροστά.
Από την άλλη μεριά, η διευθέτηση των σχέσεων μας με την Τουρκία:
Θα μας απαλλάξει από τις ιλιγγιώδεις πολεμικές δαπάνες, που θα επενδυθούν για την οικονομική μας ανάπτυξη.
Θα μας επιτρέψει να μειώσουμε τη στρατιωτική θητεία, σε επίπεδα ανάλογα μ’ εκείνα των άλλων χωρών του ΝΑΤΟ.
Θα μας ανοίξει το δρόμο για την εκμετάλλευση του Αιγαίου, και
οι πιθανές οικονομικές σχέσεις με τη γειτονική Τουρκία μπορεί να αποβούν εξαιρετικά ωφέλιμες για το δικό μας Μοντέλο Οικονομικής Ανάπτυξης.
ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Οι δημοκρατικές ελευθερίες – οι πραγματικές – εξασφαλίζονται και λειτουργούν ουσιαστικά όταν ο πολίτης έχει απελευθερωθεί από τα άγχη για την υγεία, την παιδεία, την αντικειμενική πληροφόρηση, καθώς επίσης από την καταπίεση και το φόβο της εξουσίας και τον εξευτελισμό από την άνιση μεταχείριση.
Ο καθρέφτης των λαϊκών ελευθεριών είναι το Σύνταγμα. Ένα Σύνταγμα είναι πράγματι Σύνταγμα Ελευθερίας όταν έχει ως κέντρο τον πολίτη, με την έννοια ότι όλα τα άρθρα του θα εξασφαλίζουν τα δικαιώματά του για ισοτιμία, για τον έλεγχο της εξουσίας, της κυβέρνησης, των ενόπλων δυνάμεων, της οικονομίας, της υγείας, της παιδείας και της πληροφόρησης.
Ένα Σύνταγμα με στεγανά είναι Σύνταγμα αντιδημοκρατικό. Όπως και μια εξουσία, που με άλφα ή βήτα τρόπο δημιουργεί θεσμούς, οργανισμούς, σώματα, υπηρεσίες, που ξεφεύγουν από τον έλεγχο του απλού πολίτη, είναι μια εξουσία αντιδημοκρατική και ανελεύθερη. Έστω κι αν ονομάζεται δημοκρατία.
Τι ισχύον Σύνταγμα της χώρας μας δεν ψηφίστηκε από το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ. Να ένας ακόμα λόγος για να πρέπει να αναθεωρηθεί με βάση όσα αναφέραμε πιο πάνω.
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ – ΑΝΑΚΑΤΑΝΟΜΗ ΠΟΣΟΣΤΩΝ
Το φορολογικό σύστημα καθρεφτίζει το βάθος, την ουσία του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων. Η σχέση «άμεσοι – έμμεσοι φόροι» είναι ο δείκτης για το ποια τάξη κυριαρχεί πίσω από το παραβάν την πολιτικής σκηνής. Όταν για να εισπράξει η πολιτεία 1.000 δραχμές παίρνει τις 700 από τους ανώνυμους πολίτες, με το μέσον της υπερφορολόγησης των ειδών πρώτης ανάγκης, και μόνο τις 300 από τους επώνυμους κεφαλαιούχους, τότε το φορολογικό σύστημα εκφράζει τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας.
Στη χώρα μας υπάρχει αυτή ακριβώς η σχέση. Δηλαδή 7 προς 3. Και κάτι παραπάνω. Δηλαδή 75% έμμεσοι και 25% άμεσοι φόροι. Στο Βέλγιο λ.χ., που είναι μια χώρα γνήσια καπιταλιστική, η σχέση είναι 50% - 50%. Σ’ αυτή τη σχέση θα πρέπει να φράσουμε κι εμείς σε μια πρώτη φάση, για να πλησιάσουμε άλλα, φιλολαϊκότερα μοντέλα, όπως είναι της Φινλανδίας όπου η σχέση είναι ακριβώς αντίστροφη από τη δική μας, δηλαδή 70% άμεσοι και 30% έμμεσοι φόροι.
Οι οικονομολόγοι θα μας εξηγήσουν: Πρώτον, αν και πως θα πάμε σ’ αυτή τη βασική αλλαγή, και δεύτερον, ποιες θα είναι οι άμεσες επιπτώσεις στην εθνική μας οικονομία και ποιες στο επίπεδο του λαού. Πρέπει να υπάρξει γενική ελάττωση των τιμών στα καταναλωτικά είδη, που σημαίνει αύξηση του εισοδήματος και αναζωπύρωση της αγοράς.
Είναι φυσικό ότι η άνιση μεταχείριση ανάμεσα σε εργαζόμενους και κεφαλαιούχους έχει επιβληθεί από τους δεύτερους. Όμως γιατί τάχα οι συνάδελφοί τους (κεφαλαιούχοι) στην Ευρώπη δέχονται να πληρώνουν τους φόρους που αναλογούν στο εισόδημά τους; Και μήπως δεν πραγματοποιούν κέρδη; Είναι γιατί στην Ευρώπη υπάρχουν κίνητρα. Δηλαδή, μια εύρωστη οικονομία, μια εύρωστη εσωτερική αγορά, που δημιουργείται ακριβώς απ’ τη δυνατότητα των εργαζομένων να καταναλώνουν.
Θέλω να πω ότι το ελληνικό κεφάλαιο δεν πιστεύει στις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και δεν έχει, πράγματι, το εύρωστο καταναλωτικό κοινό της Ευρώπης. Γι’ αυτό και προτιμά να επενδύει τα κεφάλαιά το στο εξωτερικό είτε σε μπίζνες με άμεσα και μεγάλα οφέλη. Δεν οικοδομεί σε βάθος γιατί φοβάται και γιατί δεν πιστεύει. Φοβάται τη δημαγωγία, φοβάται το κράτος, φοβάται το λαό. Ποια είναι αυτή τη στιγμή τα αποτελέσματα; Οι πολύ πλούσιοι γίνονται ακόμα πιο πλούσιοι χωρίς να επενδύουν, δηλαδή χωρίς να προσφέρουν στην εθνική οικονομία. Οι δε πολλοί γίνονται φτωχότεροι καθώς τα προοδευτικά κόμματα κυνηγούν χίμαιρες. Έτσι, όχι μόνο δεν γίνεται καμιά αλλαγή προς το καλύτερο, αλλά αντίθετα, έχουμε χρόνο με το χρόνο αλλαγή προς το χειρότερο.
Σήμερα ουσιαστικά στη χώρα μας πληρώνουν φόρο κυρίως οι μισθοδίαιτοι και ο «χοντρός» λαός δια μέσου των έμμεσων φόρων. Εάν ένας υπάλληλος και ένας εργάτης αναγκάζεται να εκπληρώνει κατά 100% τις φορολογικές του υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος, ένας εργοστασιάρχης, ένας επιχειρηματίας, ο μεγαλογιατρός και ο μεγαλοδικηγόρος τις εκπληρώνουν μόλις κατά ένα 10%. Στους τελευταίους θα προσθέσω και τους πλούσιους αγρότες, που το ίδιο το κράτος τους υπολογίζει σε 120.000 και από τους οποίους κάνουν φορολογική δήλωση κάτω από 2.000! Όλες οι διακηρύξεις, για ισότητα, δημοκρατία, ίσα δικαιώματα, τινάζονται στον αέρα. Στη χώρα μας αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο κατηγορίες Ελλήνων: οι «έξυπνοι» - που δεν πληρώνουν – και οι «βλάκες» - που τους ξεζουμίζει το ισχύον φορολογικό σύστημα και η ισχύουσα φορολογική πρακτική…
Ας αφήσουμε τα σοσιαλιστικά μοντέλα και ας πάρουμε ως μοντέλο τις καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης. Τις ίδιες τις ΗΠΑ. Όπως είπα και πιο πριν, δε νομίζω ότι σ’ αυτές τις χώρες υποφέρουν οι κεφαλαιούχοι, οι επιχειρηματίες, οι μεγαλογιατροί και οι μεγαλοαγρότες… Νομίζω ότι εκείνο που φταίει, βασικά, είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στο Κράτος και στις κατά καιρούς κυβερνήσεις και κυρίως η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ίδια την Ελλάδα. Δηλαδή στους ίδιους τους εαυτούς μας. Γι’ αυτό, το σύνθημα που κυριαρχεί, χωρίς να λέγεται, είναι ο «σώζων εαυτόν σωθήτω».
Λείπει η πίστη ότι όλοι μαζί – με δίκαιες και ισότιμες σχέσεις – μπορούμε να φτιάξουμε μια εύρωστη εθνική οικονομία, από την οποία θα ωφεληθούμε τελικά όλοι. Από κει και πέρα, δηλαδή από τη στιγμή που θα αναθεωρήσουμε ριζικά το φορολογικό μας σύστημα και αφού μειώσουμε στην πρώτη περίοδο κατά 50% τις στρατιωτικές μας δαπάνες, είναι βέβαιο ότι θα αυξηθεί σημαντικά το ακαθάριστο εθνικό μας εισόδημα, γεγονός που θα μας επιτρέψει να αναθεωρήσουμε επίσης ριζικά τα ποσοστά για τους διάφορους ζωτικούς κλάδους της κοινωνικής μας ζωής.
Αν λ.χ. πετύχουμε να διαθέτουμε: 20% για την υγεία, 15% για την παιδεία, 5% για τον πολιτισμό, 10% για την τοπική αυτοδιοίκηση, 20% για δημόσια έργα και μόνο 30% για τις κρατικές και στρατιωτικές δαπάνες, τότε, αυτό σημαίνει ότι πραγματοποιούμε πραγματικά εθνικές επενδύσεις, σε όφελος δηλαδή του κάθε πολίτη, ώστε να έχει σοβαρά κίνητρα να εκπληρώνει τις φορολογικές του υποχρεώσεις απολύτως ανάλογα με τα πραγματικά εισοδήματα.
ΥΓΕΙΑ
Το ΕΣΥ υπήρξε μια ορθή σύλληψη και προσπάθεια. Γιατί δεν «περπάτησε»; Πέραν από τους γνωστούς λόγους που αναφέρονται, η κύρια αιτία είναι ότι δεν υπήρχαν τα ανάλογα χρήματα. Μόνο με το ποσοστό που προανέφερα, δηλαδή το 20%, μπορούμε να οικοδομήσουμε ένα εθνικό σύστημα υγείας, που θα καλύπτει κατά 100% τις ανάγκες κάθε πολίτη. Έτσι μόνο θα καταργηθεί η παρα-υγεία, που εξάλλου είναι προσιτή μόνο σ’ ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού. Γιατί οι υπόλοιποι, στοιβαγμένοι μέσα στα ανεπαρκή και πλημμελώς εξοπλισμένα κρατικά νοσοκομεία, με το να μη θεραπεύονται έγκαιρα και αποτελεσματικά ή με το να πεθαίνουν πριν την ώρα τους – πέρα απ’ την ηθική και συναισθηματική σημασία αυτού του γεγονότος – επιβαρύνουν ουσιαστικά τη συνολική εθνική πορεία προς τα εμπρός, που χρειάζεται πολίτες υγιείς και όχι ανάπηρους και πεθαμένους από έλλειψη μέριμνας. Με τις παρούσες συνθήκες πληρώνουμε καθημερινά ένα τεράστιο ενικό κόστος σε ανθρώπινο πόνο και σε οικονομική εξόντωση των νοικοκυριών, και εκτός όλων των άλλων τραυματίζεται και η πίστη του πολίτη προς την Πολιτεία.
ΠΑΙΔΕΙΑ
Το ίδιο συμβαίνει και με την Παιδεία, που κι αυτή εξοντώνει οικονομικά τα νοικοκυριά, μιας και η παραπαιδεία – δηλαδή τα φροντιστήρια – έγιναν θεσμός. Κι εδώ μόνο το 15% θα λύσει ριζικά το πρόβλημα. Δηλαδή θα καταργήσει εκ των πραγμάτων την παραπαιδεία ενσωματώνοντας όλο το άξιο προσωπικό των φροντιστηρίων στον κορμό της εθνικής παιδείας καθιστώντας περιττή – όπως γίνεται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης – την ανάγκη εξωσχολικής βοήθειας.
Ποιο θα είναι το περιεχόμενο της παιδείας; Αυτό θα εξαρτηθεί από το ποιο μοντέλο οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης θα ενστερνιστούμε και θα εφαρμόσουμε. Ένα πάντως είναι βέβαιο: ότι βρισκόμαστε σε κρίσιμη καθυστέρηση σε σχέση με την Ευρώπη∙ γεγονός που θα δημιουργήσει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στους αυριανούς Έλληνες και τους Ευρωπαίους εταίρους. Αν δεν δημιουργήσουμε «εδώ και τώρα» τις γενιές του μέλλοντος, χάνουμε τη μάχη για το μέλλον. Ανάπλαση, αναδιάρθρωση, αναδόμηση όλου του συστήματος της Παιδείας, με τη σταδιακή καθιέρωση των κομπιούτερς – ίσως από τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, όπως γίνεται στην Ευρώπη.
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ
Είναι ο Μινώταυρος της εθνικής μας ζωής. Είναι στατιστικά αποδεδειγμένο ότι οι διάφορες υπηρεσίες μπορούν να λειτουργήσουν, και μάλιστα καλύτερα, με το 1/3 του σημερινού δυναμικού. Όπως λ.χ. η Ολυμπιακή, που ενώ χρειάζεται περίπου 6.000 άτομα έχει 16.000 προσωπικό. Ποιος όμως, ποιο κόμμα, ποια κυβέρνηση θα τολμήσει να περιορίσει τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων δημοσίου δικαίου έστω κατά 50%; Αφού είναι γνωστό ότι τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας αντλούν την εκλογική τους πελατεία με την υπόσχεση του διορισμού, δηλαδή του ρουσφετιού.
Και τι θα γίνουν όσοι απολυθούν; Που θα πάνε; Είναι ίσως το δυσκολότερο εθνικό πρόβλημα που έχουμε αυτή τη στιγμή μπροστά μας γιατί, όπως είπαμε, κρατικές και στρατιωτικές δαπάνες απορροφούν το 70% του εθνικού προϋπολογισμού. Επομένως θα πρέπει να αποφασιστεί ένα τέτοιο μέτρο να έχει εξασφαλιστεί η μεταπήδηση όσων υπαλλήλων δεν συνταξιοδοτηθούν μέσα σε άλλους κλάδους παραγωγής.
Φυσικά, με σημερινά μέτρα και σταθμά, την ανεργία, την υποαπασχόληση, την υπογεννητικότητα, ένα τέτοιο μέτρο είναι αδιανόητο. Μόνο μέσα σε μια Ελλάδα που η οικονομική πολιτική θα τη μεταβάλει σε ένα γιγαντιαίο εργοτάξιο είναι δυνατόν να γίνουν τόσο βαθιές κοινωνικές τομές. Τα δύο μεγάλα κόμματα πάντως δεν μπορούν ούτε να σκεφτούν μια τέτοια πολιτική. Γιατί είναι δέσμια της πολιτικής του ρουσφετιού. Όμως, με το ρουσφέτι κάνεις κομματική πολιτική. Δεν κάνεις και δεν μπορείς να κάνεις εθνική πολιτική.
Καταλαβαίνω πως ηχεί παράξενα στ’ αυτιά ότι τα δύο «εθνικά» μας κόμματα δεν είναι ικανά να κάνουν στην πράξη (και όχι μόνο στα λόγια) εθνική πολιτική! Γιατί, επιπλέον, είναι ποικιλοτρόπως δεσμευμένα. Βραχυκυκλωμένα. Για να συντηρήσουν τους κολοσσιαίους κομματικούς μηχανισμούς, εκτός από το ρουσφέτι που τους εξασφαλίζει κατά 80% την εκλογική τους πελατεία, έχουν υποχρεώσεις∙ δεσμεύσεις σε μια σειρά ισχυρά οικονομικά και άλλα κέντρα. Ντόπια και διεθνή.
Δεσμεύσεις έχουν και απέναντι στο σύνολο σχεδόν των Ελλήνων μεγαλοαξιωματικών, που θέλει δύο κυρίως πράγματα: Πρώτον, όλο και πιο αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες. Και δεύτερο, μια «εθνική» πολιτική. Εθνική σε εισαγωγικά, γιατί για ορισμένους αξιωματικούς καριερίστες «εθνική» σημαίνει να έχουμε οπωσδήποτε κάποιον εχθρό. Να υπάρχει οπωσδήποτε κάποιος εθνικός κίνδυνος. Κι αν δεν υπάρχει, τότε εν ανάγκη να τον δημιουργούμε. Μόνον έτσι δικαιολογείται το γεγονός ότι είμαστε δεύτερη χώρα ευθύς μετά τις ΗΠΑ σε ποσοστό πολεμικών δαπανών.
Και η Δεξιά σήμερα ζητά ακόμα πιο πολλές στρατιωτικές δαπάνες. Γιατί; Γιατί ο Στρατός δεν έχει πάψει να θεωρεί τον εαυτό του (δηλαδή οι μεγαλοαξιωματικοί) σαν ένα ξεχωριστό παράγοντα – όπως λέμε – μέσα στην εθνική και έμμεσα στην πολιτική ζωή της χώρας.
Υπάρχει, εξάλλου, άρθρο στο ισχύον Σύνταγμα που θέτει στεγανά για ό,τι αφορά τις ένοπλες δυνάμεις. Με άλλα λόγια, η Βουλή, ο βουλευτής σαν εκπρόσωπος του λαού, δεν έχει δικαίωμα να ελέγξει τι και πως γίνεται από ένα σημείο και πέρα. Δέσμευση λοιπόν των δύο κομμάτων και απέναντι σ’ αυτό που ονομάζουμε ένοπλες δυνάμεις. Όμως, με τι τίμημα; Το γονάτισμα της εθνικής μας οικονομίας. Τον αποκλεισμό κάθε είδους παραγωγικής πολιτικής που θα απογείωνε το λαό και το έθνος από τη σημερινή μιζέρια της οικονομικής κρίσης που μαραίνει, τον έναν μετά τον άλλον, όλους τους καίριους κλάδους της εθνικής μας ζωής.
Για τις ένοπλες δυνάμεις η λύση είναι μία: Μέσα σε 5 χρόνια, μείωση των δαπανών κατά 50%. Καθώς και μείωση της στρατιωτικής θητείας σε 12 μήνες.
ΕΡΓΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ
Πρώτο μέτρο, η σωτηρία της Αθήνας. Οι πληγές είναι γνωστές: νέφος, συγκοινωνιακό, αποχετευτικό, πράσινο. Να μεταφερθεί το διοικητικό κέντρο της Αθήνας αλλού. Χίλια δυο πράγματα έπρεπε να έχουν γίνει και μπορεί να γίνουν. Τι φταίει; Ανικανότητα; Αδιαφορία; Δεσμεύσεις; Πάντως φτάνομε με ραγδαίους ρυθμούς στο σημείο μηδέν. Δηλαδή στην εγκατάλειψη της πρωτεύουσας από τους κατοίκους της, που τη φορά αυτή θα φύγουν αναζητώντας οξυγόνο.
Ποιος θα δώσει τις λύσεις; Αν ήταν σο χέρι των δημοτών και των δημοτικών αρχών (φυσικά με τα απαιτούμενα οικονομικά μέσα) όλα τα προβλήματα της Αθήνας – κι όχι μόνο της Αθήνας – θα είχαν λυθεί προ πολλού. Και μόνο το παράδειγμα της Αθήνας, όπου ζουν σχεδόν οι μισοί Έλληνες, δείχνει περίτρανα την αδυναμία και των δύο κομμάτων να εφαρμόσουν εθνική πολιτική. Αυτό γίνεται και με όλα τα σημαντικά, εθνικής σημασίας, έργα που τα διαβάζουμε στις προεκλογικές περιόδους και μετά «ούτε γάτος ούτε ζημιά».
Να γιατί εθνική πολιτική δεν μπορεί να είναι παρά μια συνεπής προοδευτική – αριστερή πολιτική. Δηλαδή μια πολιτική που να ξεκινάει από το τι θέλει ο λαός, τι έχει ανάγκη, τι τον εξυπηρετεί, τι τον προάγει. Μια πολιτική που ατενίζει, προετοιμάζει και υπηρετεί το αύριο. Που βλέπει μπροστά, στο μέλλον. Μια πολιτική που να εκφράζει εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις – συνολικά – που φτιάχνουν τη ζωή. Που γυρίζουν τον τροχό της παραγωγής, της σκέψης, του πολιτισμού. Με τον όρο αριστερή δεν ταυτίζω την πολιτική αυτή με τα υπάρχοντα αριστερά κόμματα. Βέβαια, κάθε αριστερός, και πολύ περισσότερο κάθε κόμμα που είναι αριστερό, δεν μπορεί παρά να συμπλέει μέσα σε μια τέτοια κατεύθυνση. Οι διαφορές είναι δύο:
Πρώτον, ότι αυτή τη στιγμή η παρελθοντολογία, έστω και σαν μνήμες, μπλοκάρει το λαό. Και, δυστυχώς, μέσα στη σημερινή Αριστερά δεν φάνηκε ότι ξεπεράστηκαν οι εμφύλιες διαφορές.
Δεύτερον, ότι δεν ακούστηκαν ως τώρα σαν κεντρικές θέσεις τα πιο βασικά από όσα λέγονται εδώ:
Η διευθέτηση των διαφορών με την Τουρκία, που θα μας επιτρέψει να μειώσουμε κατά 50% τις στρατιωτικές μας δαπάνες. Γιατί χωρίς αυτήν τη μείωση δεν γίνεται τίποτα. Έστω κι αν φύγουν αύριο οι βάσεις. Έστω κι αν φύγουμε από το ΝΑΤΟ. Γιατί θα υπάρχουν πάντοτε πολιτικές δυνάμεις, με πυρήνα το Στρατό, που θα φωνάζουν: «έχουμε εθνική απειλή», «υπάρχει εθνικός κίνδυνος». Γι’ αυτό, «πληρώστε για όλο και πιο μεγάλες στρατιωτικές δαπάνες», που σημαίνει αναβολή στο άπειρο για κάθε είδους και μορφή οικονομικής – αναπτυξιακής πολιτικής, που είναι το υπ’ αριθμόν ένα εθνικό μας πρόβλημα.
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη πρόταση για τη σχέση άμεσων – έμμεσων φόρων – νέας δίκαιης και ισότιμης φορολογικής πολιτικής – και, τέλος, της ανακατανομής του κρατικού προϋπολογισμού.
Κατά τη γνώμη μας, η λύση αυτών των δύο προβλημάτων – και όσων συνεπάγονται – είναι η προϋπόθεση για την εφαρμογή σήμερα μιας εθνικής πολιτικής. Οι δέσμες αυτών των δύο κύριων εθνικών προβλημάτων έχουν γίνει κατά κάποιο τρόπο ένας νέος γόρδιος δεσμός που πνίγει το λαό μας. Δεν έχουμε καιρό να τον ξεμπλέξουμε. Πρέπει να τον κόψουμε. Κι αυτό, μόνο ένα γιγάντιο λαϊκό κίνημα μπορεί να το πραγματοποιήσει.
Εύχομαι οι σκέψεις μας αυτές να προβληματίσουν το λαό. Εύχομαι να τον επηρεάσουν θετικά, αφού έτσι κι αλλιώς, σε τελική ανάλυση, η μοίρα αυτού του τόπου βρίσκεται στα χέρια του. Όταν φτάσει στο σημείο αυτό, να γίνει δηλαδή κύριος της μοίρας του – και θα φτάσει αργά ή γρήγορα -, τότε δεν υπάρχει δύναμη να τον εμποδίσει. Όπως είπαμε, μέσα σ’ αυτά τα τελευταία πενήντα χρόνια ο λαός μας πέρασε και διδάχτηκε από τα σχολεία του πολέμου, της αντίστασης, του εμφυλίου, των αγώνων για τη δημοκρατία, της χούντας. Και τέλος, τώρα και δεκατρία χρόνια, φοιτά – σπουδάζει στο σχολείο της δημοκρατίας που είναι ίσως, από μια άποψη, και το πιο δύσκολο. Έτσι, τα είδε όλα, τα άκουσε όλα, τα γνώρισε όλα και όλους.
Ίσαμε να μπούμε στη δεκαετία του ’90, που πρέπει να είναι και θα είναι η δεκαετία της εθνικής αναγέννησης, έχουμε να περάσουμε δύο δύσκολα, δύο κρίσιμα χρόνια. Σκέψεις, προβληματισμοί, προτάσεις σαν κι αυτές που κάνουμε σήμερα, με πρώτο στόχο να σκεφτούμε όλο και πιο πολλοί, να ενημερωθούμε και να αποφασίσουμε, όλο και πιο πολλοί, για το πού και πώς θα πάμε. Είναι προβλήματα απλής λογικής, που όμως η λύση τους απαιτεί προσπάθειες, θυσίες και κυρίως μεγάλο ηθικό θάρρος, αγάπη στο λαό και πατριωτισμό.
Σήμερα αντιπαλεύουν η ελλαδικότητα με τη βαρβαρότητα. Ίσως για την Ελλάδα και το λαό μας, η πολιτική και η ιδεολογική μάχη που καλείται να δώσει να είναι η πιο αποφασιστική στον τελευταίο μισό αιώνα – από την εποχή της μάχης στην Αλβανία. Γιατί θα καθορίσει το μέλλον της χώρας μας σε στιγμές που η παγκόσμια και ιδιαίτερα η ευρωπαϊκή συγκυρία θέτουν το ερώτημα:
Λαός δημιουργός ή λαός για βοηθητικές υπηρεσίες; Η απάντηση θα δοθεί στο άμεσο μέλλον, με πρώτο σταθμό τις εκλογές του 1989.

Σχόλια

  1. Δε το ολοκληρωσα....μαρεσε η φραση η συνθεση χρειαζετε την ελευθερια των αντιθεσεων......καπου αλλου που λετε < δεν υπηρχαν οι προυποθεσεισ....> κ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Πάρτε μέρος στον διάλογο.

Σχόλια υβριστικά και σχόλια που δεν έχουν σχέση με το περιεχόμενο της εκάστοτε ανάρτησης, όπως επίσης και σχόλια που προκαλούν εντάσεις και διαπληκτισμούς, θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Επίσης ανώνυμα σχόλια δεν θα αναρτώνται.