ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: 26 ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ

Με αφορμή τη συμπλήρωση των 26 χρόνων (1 Μαϊου 1909-11 Νοεμβρίου 1990) από την ημέρα που ο αιώνιος ποιητής της Ρωμιοσύνης άφησε τη γη για να ενωθεί με τα αστέρια και να συνεχίσει να φωτίζει για πάντα τον κόσμο μας, παρουσιάζουμε στο ιστολόγιό μας ένα αφιέρωμα στη σχέση δύο μεγάλων δημιουργών, του Γιάννη Ρίτσου και του Μίκη Θεοδωράκη. Μία σχέση που έμελλε να στιγματίσει, όχι απλά την ελληνική, αλλά τη παγκόσμια ιστορία, τόσο σε πολιτισμικό όσο και σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο!

Μία σχέση, που σε καλλιτεχνικό επίπεδο, ξεκίνησε με μία «ατομική βόμβα» στα θεμέλια της ελληνικής μουσικής, τον «Επιτάφιο», για να κορυφωθεί με τη μελοποίηση της «Εαρινής Συμφωνίας» στην 7η Συμφωνία του Μίκη Θεοδωράκη.

Ελάχιστος φόρος τιμής από μέρους μας, για τον πιο τραγουδισμένο ποιητή των Λαων, Γιάννη Ρίτσο.

Οι συντελεστές του Θεοδωρακισμού/Theodorakism


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ  1 Μαΐου 1909 - 11 Νοεμβρίου 1990


Μελέτη/Σύνταξη: Αναστασία Βούλγαρη


Η μελοποίηση του Επιτάφιου και η γέννηση του κινήματος  της «έντεχνης» λαϊκής μουσικής

56 χρόνια από τη σύνθεση του Επιτάφιου του Γιάννη Ρίτσου




 Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,

άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω


Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις 

άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης


Και μού ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια

τόσα όσα μήτε τού γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια.


Και μούλεες, γιε, πως ολ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,

και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας.


Ο Γιάννης Ρίτσος στέλνει στον Θεοδωράκη , στο Παρίσι, τον Επιτάφιο με ακόλουθη αφιέρωση «Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τις στήλες του Ολυμπίου Διός[1]» 

Ένα απόγευμα ο Μίκης περιμένοντας τη Μυρτώ μέσα στο αυτοκίνητο τους διαβάζει τον Επιτάφιο. Χτυπά το ρυθμό των στίχων πάνω στο τιμόνι, σημειώνει νότες πάνω στο βιβλίο, σπάει τον δεκαπεντασύλλαβο για να τον προσαρμόσει στο μέτρο των λαϊκών χορών. Τολμά να χρησιμοποιήσει την πιο περιφρονημένη μουσική [τη λαϊκή] σε ένα από τα «ιερά» κείμενα της νεοελληνικής ποίησης[….]Ο Θεοδωράκης στέλνει τα κομμάτια στον Χατζιδάκι κι εκείνος τα ηχογραφεί. Ως ερμηνεύτρια διαλέγει την πρωτοεμφανιζόμενη τότε νεαρή Νάνα Μούσχουρη, που προσφέρει με την ελεγειακή φωνή της μια λυρική ερμηνεία αυτού του κύκλου «ένα επιθαλάμιο άσμα, ο θρήνος της αδερφής για τον αδερφό, της ερωμένης για τον αγαπημένο της, παρά ο θρήνος της μάνας για το γυιό της. ». Ο Θεοδωράκης ήταν παρών στην ηχογράφηση, δούλεψε ο ίδιος με την ερμηνεύτρια[…] ωστόσο δεν είναι απόλυτα ικανοποιημένος από το τελικό αποτέλεσμα. Θεωρεί πως λείπει η ουσία, ο ιδιάζων χαρακτήρας-με μια λέξη η ελληνικότητα. Αποφασίζει να κάνει παράλληλα, μια δεύτερη ηχογράφηση. Σχηματίζει επί τούτου μια ορχήστρα και επιλέγει το μπουζούκι, το όργανο του υπο-προλεταριάτου, ως «αυθεντικό εκφραστή» της ορχήστρας. Ως σολίστα διαλέγει τον Μανώλη Χιώτη και τραγουδιστή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση[2].

Ο Θεοδωράκης γράφει στα 1960 για τον Επιτάφιο:

«Τα τραγούδια του Επιτάφιου από το 1 έως το 8, έχουν όλα την ίδια γραμμή, το ίδιο στυλ, τον ίδιο χαρακτήρα. Άλλωστε γράφτηκαν μονομιάς την ίδια μέρα, την ίδια ώρα. Όμως , μια δυο νότες εδώ, μια φράση εκεί, θυμίζουν διακριτικά πότε ένα πυρήνα από ένα μανιάτικο μοιρολόι ή ένα χαρακτήρα ριζίτικο. Το ίδιο όπως στις συνθέσεις των «κλασσικών» της λαϊκής μας μουσικής –Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Μητσάκη- που μέσα στο ίδιο λαϊκό στυλ, διακρίνουμε άλλοτε την εκκλησιαστική μελωδία (Συννεφιασμένη Κυριακή, Όταν μπαίνεις στην ταβέρνα και το Νο 8 του Επιτάφιου), άλλοτε νησιώτικο τραγούδι (Ζέπος και το Νο 6 του Επιτάφιου).Αυτές οι επιδράσεις, αυτά τα «δάνεια» αποδεικνύουν ίσα ίσα την ελληνικότητα της λαϊκής μελωδίας , γιατί τη δένουν, την κάνουν ένα κλειδί που είναι οργανικά δεμένο με τον κορμό- τη δημοτική, την ελληνική μουσική….[3]». 

Και σήμερα:

 «Ο Επιτάφιος είναι το πρώτο εντελώς ανεξάρτητο, χωρίς ξένες επιρροές καθαρά ελληνικό έργο μου. Εκεί έγκειται η πρωταρχική του σημασία. Όταν συνέθεσα αυτόν τον κύκλο, δεν το είχα ακόμη συνειδητοποιήσει, διαισθανόμουν όμως ότι από κει θα μπορούσε να χαραχτεί ένας καινούργιος δρόμος, να πηγάσει ένα νέο πνεύμα [….]»

Θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση  με το Χιώτη, στο μικρό δωματιάκι-στούντιο της Κολούμπια, στην οδό Λυκούργου. Έβγαλε με προσοχή το μπουζούκι από τη θήκη. Το’ πιασε τρυφερά, σαν ένα μικρό εύθραυστο αγαπημένο πλάσμα. Και μετά! Και μετά το μικρό στούντιο γιόμισε με κρυστάλλινους καταρράκτες. Με ήλιους πολύχρωμους. Του’ παιξα τον Επιτάφιο.

-Εδώ, μου λέει, ο ρυθμός δεν είναι έτσι που τον παίζεις
-Δηλαδή;
-Είναι ζεϊμπέκικος. Είναι μάλιστα βαρύς ζεϊμπέκικος…Άκουσε την πενιά…
 Κι ύστερα από το «Μέρα Μαγιού» βρέθηκαν και το «Βασίλεψες , Αστέρι μου» και το «Να’ χα τ’ αθάνατο νερό» βρέθηκαν κι αυτά τα ζεϊμπέκικα, κι είναι η σαϊτένια πενιά του Μανώλη Χιώτη που τους βρήκε και τους έδωσε την αληθινή τους ψυχή[4]»



[1] Μ.Π1, σ.29
[2] Wagner, σ.151
[3] Το Χρέος 2, σ.411
[4] Wagner, σ.σ. 150,151


Η Ρωμιοσύνη και η πρώτη λαϊκή συναυλία σε ανοικτό χώρο.


Ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος, ο Ρώτας ήταν αυτοί, που […] θα βοηθούσαν ώστε να γεννηθεί μια νέα γενιά ποιητών και συγγραφέων, η γενιά της Αντίστασης. Αυτή που δεν θα έβλεπε τα τραγικά δρώμενα απ’ έξω, σαν θεατής, αλλά από μέσα, σαν συμπάσχον, οργανικό τμήμα του μαρτυρικού μας λαού στο δρόμο προς το Γολγοθά, όπως τον είχε καταδικάσει η σκληρή του μοίρα.
Ήταν η σχολή του Γ ι ά ν ν η  Ρ ί τ σ ο υ…
Όπως τη δίδαξε με το παράδειγμα του. Αυτή ακριβώς, που με το θρίαμβο της αντεπανάστασης απ’ τη Χούντα έως σήμερα, προσπαθούν να φιμώσουν και να κατεδαφίσουν με κάθε μέσον, με κύριο όπλο τη συνομωσία της σιωπής , διάφορα κέντρα και όργανα θλιβερά των νέων εξουσιαστών, που χτίζουν τη δύναμή τους επάνω στην ανοιχτή πληγή, επάνω στα ερείπια των Μύθων, που πέτυχαν να γίνουν έστω και για μια στιγμή φωτεινή πραγματικότητα. Σκέφτομαι τώρα πως το πρώτο κοινό χαρακτηριστικό μας με τον Γιάννη Ρίτσο είναι αυτή ακριβώς η «φωτεινή πραγματικότητα», που βιώσαμε με όλους τους πόρους της ψυχής και του κορμιού μας γνωρίζοντας και πλάθοντας συγχρόνως τους Νέους Ελληνικούς Μύθους[1].

Με τη Ρωμιοσύνη ξαναζούσαν  το μέγα όνειρο

Μπροστά στο γήπεδο, καθισμένοι στα καφενεία οι ηλικιωμένοι άντρες και γυναίκες, όλοι τους αντιστασιακοί, περίμεναν να μπουν πρώτοι. Τί δεν έκανε η αντίδραση τότε, για να εμποδίσει το Λαό να  ‘ρθει να μας ακούσει! Εκατοντάδες με στολές γύρω γύρω, σαν μπαμπούλες για να φοβίζουν. Άλλες εκατοντάδες χαφιέδες, για να αναγνωρίζουν και να τρομοκρατούν. [….]
Διηύθυνα πρώτα το Μαουτχάουζεν με τη Μαρία Φαραντούρη και μετά τη Ρωμιοσύνη με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο Γιάννης Ρίτσος καθισμένος ακριβώς πίσω μου, ρουφούσε τη συγκλονιστική στιγμή με όλους τους πόρους της ψυχής του.
Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι. Ήταν προπαντός αυτή η μυστική μέθεξη όλων αυτών των χιλιάδων, που μέσα απ’ τη Ρωμιοσύνη ξαναζούσαν μέσα τους και ξαναδημιουργούσαν ιδεατά το μέγα όνειρο που είχαν όλοι μαζί ζήσει, αφού οι ίδιοι το είχαν πρώτα δημιουργήσει…           
Σταματώ εδώ την αφήγηση…Ίσως να θέλω στο βάθος να μείνουμε σ’ αυτή τη θεία μοναδική στιγμή, που Ποίηση και Μουσική συλλειτουργούσαν με το Λαό, ενώ γύρω τους, γύρω από το περικυκλωμένο γήπεδο, στριφογύριζαν απειλητικά οι σκιές των τσακαλιών, που ένα χρόνο αργότερα θα υποχρέωναν την πατρίδα μας να μπει σ’ αυτό το Μεγάλο Ταξίδι μέσα στη Νύχτα, που δεν έχει ακόμα τελειωμό[2]… 
Το 1965 η τότε κυβέρνηση απαγόρευσε την ηχογράφηση της Ρωμιοσύνης.


[1] Μίκης Θεοδωράκης , Μελοποιημένη Ποίηση, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1997,τόμος α’ τραγούδια, σ.σ. 152-154
[2] Στο ίδιο



ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


Σύνθεση 1978, Αθήνα
Ηχογράφηση: 1979, Μαρία Φαραντούρη, Γιάννης Θωμόπουλος, Χορωδία Τερψιχόρης Παπαστεφάνου.
Απαγγελία: Γιάννης Ρίτσος.
Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό το 1978, στην Αθήνα.
Προβλήθηκε βιντεοσκοπημένο το Σεπτέμβρη του 2013 στη Μακρόνησο μετά την παρουσίαση του θεατρικού έργου για τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη Ποιος τη ζωή μου, σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη.

 Στο βίντεο προλόγισε ο Μίκης Θεοδωράκης.



ΈΒΔΟΜΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ -ΕΑΡΙΝΗ
Ποίηση Γιάννης Ρίτσος-Γιώργος Κουλούκης
Σύνθεση 1982



«Τον Απρίλιο του 1982 παίχτηκε στην Comich Oper του Βερολίνου η Τρίτη Συμφωνία μου. Πρωτομαγιά, πρωί πρωί , στο χώλ του ξενοδοχείου ήρθε να μας αποχαιρετίσει ο Διευθυντής της Όπερας κ. Ραγκβίτς.
-   Σας παραγγέλνω ένα νέο συμφωνικό έργο, μού λέει σφίγγοντας μου το χέρι.

Την επόμενη ήμουν στο Βραχάτι. Είχα ήδη σχεδιάσει ένα απόσπασμα από την Κυρά των Αμπελιών  το 1975 και μού άρεσε να το παίζω στους φίλους μου στο Παρίσι. Έβγαλα λοιπόν το μουσικό υλικό στην επιφάνεια και στρώθηκα στη δουλειά. Έτσι μέσα σε δύο εβδομάδες σχεδόν (2-18 Μαΐου 1982) τελείωσα αυτό το μέρος που θα αποτελούσε το Φινάλε της Συμφωνίας.

Με μεγάλη συγκίνηση άρχισα να ξαναδιαβάζω την Εαρινή Συμφωνία» και το Εμβατήριο του Ωκεανού . Ήρθε άραγες η ώρα να πραγματοποιήσω το απραγματοποίητο; Αυτοί οι στίχοι με είχαν αναμοχλεύσει ως τις απάτητες γωνιές της ψυχής μου στα εφηβικά μου χρόνια. Πλάι στη σόμπα του σπιτιού μας στην Τριπολιτσά, που μύριζε φρεσκοκομμένο έλατο, ονειρευόμουν τη θάλασσα και την Άνοιξη μέσα από τους στίχους του Ρίτσου. Από το παράθυρο έβλεπα το φουγάρο του μύλου του Μαυρογιάννη να βγάζει δακτυλίδια γκρίζο καπνό και σκεφτόμουν: Ερωτικά μηδέν»[1].



[1] Μίκης Θεοδωράκης, Μελοποιημένη ποίηση , τόμος 2, συμφωνικά, μετασυμφωνικά ορατόρια, σ. 319

Σχόλια