Μια «λαϊκή όπερα» στις συμπληγάδες των πολιτικών εντάσεων



Του Σπύρου Κακουριώτη

Στις απαρχές της ενασχόλησης του Μίκη Θεοδωράκη με το λαϊκό τραγούδι, στην αρχή ενός δρόμου που στην πορεία του είδε να γεννιούνται αριστουργήματα που σημάδεψαν τον ελληνικό πολιτισμό, στη «σύντομη άνοιξη», πολιτική και πολιτιστική, της δεκαετίας του '60, οδηγεί η αναβίωση της «λαϊκής όπερας» Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, που προσαρμόστηκε από τον ίδιο τον μουσικοσυνθέτη σε μια τρίτη, σημερινή εκδοχή, και παρουσιάζεται από την Τετάρτη στο θέατρο Badminton, σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου.

Το 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης επιστρέφει την Ελλάδα έχοντας στις αποσκευές του τον κύκλο τραγουδιών του Επιτάφιου, πάνω σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Ήταν ένα μουσικό έργο που σηματοδότησε τη στροφή του προς τη λαϊκή μουσική, προς το πάντρεμα «λόγιων» στοιχείων με μουσικούς τρόπους λαϊκούς. Το έργο του αυτό αποτέλεσε μια τομή στα ελληνικά πολιτιστικά πράγματα, που δεν έγινε δεκτή χωρίς αντιδράσεις από τον δεξιό και αριστερό κομφορμισμό της εποχής.

Ο Επιτάφιος είχε ήδη ενσωματωμένο το δραματικό στοιχείο. Όπως γράφει ο συνθέτης, «από τα τραγούδια έβγαινε δράση, έβγαινε σε εξέλιξη μια κίνηση, που ήταν τόσο βίαιη, ώστε μετουσιωνόταν σε πρόσωπα υλοποιημένα». Το επόμενο βήμα, λοιπόν, ήρθε σαν φυσική συνέχεια κι αυτό ήταν η «λαϊκή τραγωδία»: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού...

Μέσα σε αυτό, ο Μίκης θέλησε να ενώσει, σαν σε ένα άλλο Gesamkunstwerk, την αρχαία τραγωδία, το δημοτικό και λαϊκό τραγούδι και τις πρόσφατες εμπειρίες της ελληνικής Ιστορίας. Τα επτά πρώτα τραγούδια είχε αρχίσει να τα συνθέτει το 1960 στο Παρίσι. «Το καθένα ήταν μια ολοκληρωμένη μικρή ιστορία με τα δικά της πρόσωπα, σύμβολα και δράση. Και όλες μαζί αυτές οι μικρές ιστορίες φαινόταν σαν να συγκλίνουν προς μια ενιαία κατεύθυνση» σημειώνει. «Η ψυχή μου κάτω απ' το ασήκωτο βάρος του Εμφυλίου, γεμάτη μορφές που ζητούσαν ν' αναστηθούν». Στο «Ένα δειλινό», ο εκτελεσμένος δεν είναι άλλος από τον Παύλο Παπαμερκουρίου, τον 28χρονο ΕΠΟΝιτη που θανατώθηκε στις 8 Ιουλίου 1949, σύντροφος ακριβός, μαζί με τον οποίο κρυβόταν στην παρανομία ο Θεοδωράκης.

Ανατρέχοντας στις τραγωδίες του θηβαϊκού κύκλου, ο συνθέτης πλάθει με τη φαντασία του έναν αδελφό του Παύλου, τον Ανδρέα, που είναι δεξιός. Ανάμεσά τους τοποθετεί τη μάνα τους, «όπως συνέβη σε πολλές οικογένειες και όπως ουσιαστικά έγινε με όλους τους εχθρούς - αδελφούς, όπως ήσαν όλοι οι Έλληνες στον Εμφύλιο» λέει ο συνθέτης.

Η συνάντησή του με τον Μάνο Κατράκη και, στη συνέχεια, με τον σκηνοθέτη Πέλο Κατσέλη θα αρχίσει να δίνει συγκεκριμένη θεατρική μορφή στον αρχικό κύκλο τραγουδιών, μολονότι οι οπτικές συνθέτη και σκηνοθέτη ήταν αποκλίνουσες: ο Θεοδωράκης επιδίωκε να δώσει καθαρά χορογραφική - μουσική κατεύθυνση στο έργο, ώστε να αιωρείται μεταξύ φανταστικού και ρεαλιστικού, ενώ ο Κατσέλης το αντιλαμβανόταν σαν μια σύγχρονη ρεαλιστική τραγωδία.

Η πρεμιέρα έγινε στις 13 Οκτωβρίου 1962, στο Θέατρο Καλουτά, που για δύο μήνες θα αποτελέσει το «ορμητήριο» του Μίκη, όπου θα στεγάσει τη Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και τις συναυλίες της, συζητήσεις και πολλά όνειρα για τη δημιουργία εκεί ενός Κέντρου Πολιτισμού.

Τον ρόλο του Παύλου ερμήνευε ο Νίκος Ξανθόπουλος, ενώ εμφανίζονταν ακόμη οι Μ. Κατράκης, Βέρα Ζαβιτσιάνου, Μαρία Κωνσταντάρου, Θόδωρος Έξαρχος, Δέσποινα Μπεμπεδέλη, Μπέτυ Αρβανίτη. Τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ενώ οι λαϊκοί χορευτές διδάχτηκαν από την Ζουζού Νικολούδη.

Η ανταπόκριση του κοινού αρχικά ήταν πολύ θερμή, όμως σταδιακά άρχισε να κάμπτεται, ενώ και η κριτική παρέμενε αμφίθυμη, επαινώντας το μουσικό μέρος, διατηρώντας όμως αμφιβολίες για τις δραματουργικές ικανότητες του συνθέτη ή μιλώντας με αμηχανία για «ένα είδος ιδιότυπο» (Α. Τερζάκης, Βήμα), «συγκινητικότατη εμπειρία» (Κ. Σκαλιώρας, Ταχυδρόμος). Ελάχιστες είναι οι φωνές που αποδέχονται ολοκληρωτικά το έργο (Λ. Καρζής, Ελευθερία), ενώ η Εστία κάνει απλώς λόγο για «φιλολογικήν και πολιτικήν αγόρευσιν»...

Όμως αυτό που πληγώνει τον Θεοδωράκη είναι η σιωπή της Αριστεράς, που τον κάνει να μιλά αργότερα για «απαγόρευση του έργου από την ΕΔΑ». Πράγματι, στην Αυγή, πέρα από την ανακοίνωση της πρεμιέρας του έργου, τις πρώτες ημέρες δεν γίνεται καμιά αναφορά στο Τραγούδι του νεκρού αδελφού. Μονάχα την 1η Νοεμβρίου ο Γεράσιμος Σταύρου θα δημοσιεύσει κριτική, όπου, ανάμεσα σε ύμνους για τα τραγούδια του, θα σημειώσει πως ο Εμφύλιος «είναι μια περιοχή που η δραματική μας ποίηση δεν τόλμησε ακόμα να την αγγίξει. Καθόλου πρόσφορο το έδαφος σήμερα. Καίει αυτό το θέμα. Και θέλει υποκειμενικές δυνατότητες όχι τυχαίες...».

Και συνεχίζει ο κριτικός της Αυγής: «Οι αδυναμίες του κειμένου δεν αφήνουν να ξεκαθαρίσει ο ιδεολογικός στόχος. Σαν να ισοπεδώνονται οι αιτίες που προκαλούν [sic] οι εμφύλιες διαμάχες, σαν να ισομοιράζονται οι ευθύνες [...] Και βέβαια ήταν άλλες οι προθέσεις του συγγραφέα. Όμως όταν η συμφιλίωση του λαού γίνεται θέμα ενός δράματος, πρέπει κυρίως ν' αναπτύσσονται τα κίνητρα, να καθορίζεται μέσα από τη διαλεκτική σύνθεση των γεγονότων τι αντιπροσωπεύουν οι αντίπαλες δυνάμεις».

Μολονότι η συμφιλίωση, μαζί με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης αποτελούν από την προηγούμενη δεκαετία προγραμματικές θέσεις της ΕΔΑ, η τοποθέτηση των δύο αντιπάλων στην ίδια μοίρα δεν μπορεί να γίνει εύκολα αποδεκτή. Πίσω από την ευγενική αντιμετώπιση του συνθέτη, η καταδίκη είναι εμφανής...

Γίνεται μάλιστα εμφανέστερη αν συνυπολογίσουμε πως η κριτική γράφτηκε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Φώντα Λάδη (Μίκης Θεοδωράκης, Το χρονικό μιας επανάστασης 1960-1967), έπειτα από επίμονες πιέσεις του ίδιου του Μίκη. Όπως αναφέρει, «ο τύπος της Αριστεράς δεν ασχολήθηκε μαζί του γιατί δεν ήθελαν να δημοσιεύσουν αρνητικές κριτικές για ένα έργο 'τόσο καλών προθέσεων'».

Έτσι, κατά την πρώτη του παρουσίαση, το έργο έπεσε «θύμα» μιας περιόδου αμοιβαίας «ψύχρανσης» ανάμεσα στον συνθέτη και στην ΕΔΑ, που την ίδια περίοδο θα τον οδηγήσει και στη δημιουργία μιας βραχύβιας Κίνησης, συσπειρωμένης γύρω από το «Μανιφέστο της Αθήνας», ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε στα τέλη του 1962 και στόχευε στη δημιουργία ενός πλατύτερου αναγεννητικού κινήματος της Αριστεράς, εκτός ΕΔΑ. Είχε προηγηθεί ο αποκλεισμός του Θεοδωράκη από την προσυνεδριακή συνδιάσκεψη της ΕΔΑ Αθήνας, την ίδια στιγμή που ο ίδιος επιζητούσε να έχει έναν κρισιμότερο ρόλο στο πλαίσιο των οργανωμένων δυνάμεων της Αριστεράς.

Το Τραγούδι του νεκρού αδελφού, όμως, θα έχει και μια «δεύτερη ζωή», μετά τη Μεταπολίτευση. Το 1980, έχοντας ομαλοποιήσει εκείνη την περίοδο τις σχέσεις του με το ΚΚΕ (που τον κατέβασε ως υποψήφιο δήμαρχο Αθήνας το 1978 και τον εξέλεξε βουλευτή Επικρατείας το 1981), η αναβίωση της παλιάς παράστασης γίνεται πιο εύκολα αποδεκτή. Έτσι, ξαναδουλεύοντάς την και προικίζοντάς τη με νέα τραγούδια και κείμενα, ο συνθέτης θα την παρουσιάσει, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, στις 25 Ιουνίου 1980 στο Θέατρο Αθήναιον, με πρωταγωνιστές τον Χρήστο Πολίτη στον ρόλο του Παύλου, τον Τάκη Χρυσικάκο σε αυτόν του Ανδρέα και την Ελένη Ζαφειρίου ως μάνα. Λαϊκός τραγουδιστής είναι τώρα ο Γιώργος Νταλάρας, ενώ τραγουδά και η Μαργαρίτα Ζορμπαλά, συνοδεία του Λάκη Καρνέζη στο μπουζούκι.

Το Τραγούδι θα ανέβει και πάλι, το 1999, από τον Θανάση Παπαγεωργίου και το Θέατρο Στοά, τον ίδιο σκηνοθέτη που από την επόμενη Τετάρτη θα παρουσιάσει την τρίτη εκδοχή του...

info
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ του Μίκη Θεοδωράκη. Σκηνοθεσία: Θανάσης Παπαγεωργίου. Σκηνικό: Γιώργος Πάτσας. Κοστούμια: Λέα Κούση. Χορογραφίες: Αποστολία Παπαδαμάκη. Ερμηνεύουν: Λήδα Πρωτοψάλτη, Κώστας Αρζόγλου, Νίκος Αρβανίτης, Χρήστος Πλαΐνης, Σπύρος Περδίου, Χρήστος Κάλοου, Νίκη Χαντζίδου, Ευδοκία Σουβατζή, Ηλίας Κατέβας, Εύα Καμινάρη, Στέλλα Γκίκα, Κώστας Βελέντζας, Μαριαλένα Ροζάκη. Τραγουδούν: Κώστας Μακεδόνας, Καλλιόπη Βέττα, Κώστας Θωμαΐδης, Μπέττυ Χαρλαύτη. ΘΕΑΤΡΟ BADMINTON

Πηγή: http://www.avgi.gr/article/5384912/mia-«laiki-opera»-stis-sumpligades-ton-politikon-entaseon

Σχόλια