Με το «Canto General» σε 39 χώρες

Συντάκτης: Πέτρος Πανδής


«Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μας», μια νέα έκδοση που επιμελείται ο δημοσιογράφος Φώτης Απέργης φέρνει στο φως μνήμες για τον κορυφαίο συνθέτη μας. Γνωστοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι (από τον Βασίλη Βασιλικό, τον Κώστα Γαβρά, τον Θάνο Μικρούτσικο, μέχρι τον Γιώργο Νταλάρα, τον Διονύση Τσακνή, τη Μαρία Φαραντούρη) αφηγούνται άγνωστες ιστορίες που έζησαν κοντά του, γεμάτες συγκίνηση και χιούμορ.

Προδημο­σιεύουμε το κείμενο του συνοδοιπόρου του Μίκη -πάντα χαμηλών τόνων ο τραγουδιστής Πέτρος Πανδής- από το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα (19.00) στην Ελληνο­γερμανική Αγωγή (Δημ. Παναγέα, Παλλήνη) και συνοδεύεται από έκθεση αρχειακών φωτογραφιών (μέχρι 14/5).

≈≈≈≈≈

Ηταν το διάλειμμα μιας συνηθισμένης πρόβας. Και όμως, εκείνη η μέρα του 1971 στο Παρίσι άλλαξε τα πάντα. Τότε γνώρισα τον Μίκη Θεοδωράκη. Προετοιμαζόταν για τη μεγάλη περιοδεία του σε όλο τον κόσμο, με συναυλίες εναντίον της δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Και πολύ γρήγορα μπήκα στο συγκρότημα, στο οποίο τότε συμμετείχαν η Μαρία Φαραντούρη, ο Αντώνης Καλογιάννης και η Μαίρη Δημητριάδη. Τον επόμενο χρόνο έφυγαν ο Αντώνης και η Μαίρη και ήρθε η Αρια Σαγιόνμαα, ενώ το 1973 έφυγε η Αρια και ήρθε η Αφροδίτη Μάνου.

Επικεφαλής των μουσικών ήταν ο Γιάννης Διδίλης, ένας από τους αγαπημένους συνεργάτες του Θεοδωράκη. Εκείνος, όταν ήρθε από την Ελλάδα, το 1971, συμβούλευσε τον Μίκη να εστιάσει για τις συναυλίες του και στο «Canto General».

Ο Θεοδωράκης ακούει προσεκτικά τον τραγουδιστή με τον οποίο συνεργάζεται. Αξιοποιεί εκείνο που θέλει και εκείνο που ο ερμηνευτής μπορεί να του δώσει. Στην αρχή, μου ζήτησε να πω τραγούδια από το «Αξιον Εστί». Κατάλαβε, όμως, ότι, καθώς, ως Κερκυραίος, έχω διαφορετικές καταβολές, δεν θα ήταν δυνατόν να τραγουδήσω με το λαϊκό ύφος του μεγάλου Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Θα τραγουδούσα πιο κοντά στη Δύση. Ετσι, όταν αποφάσισε να προχωρήσει με το «Canto General», θεώρησε ότι ήταν ένα έργο που ταίριαζε στη φωνή της Μαρίας και τη δική μου. (…)

Η πρόβα είναι μια από τις πιο αγαπημένες στιγμές του Θεοδωράκη. Δίνεται ολόκληρος, όπως άλλωστε και στη συναυλία. Παθιάζεται, μα είναι ταυτόχρονα ακριβής και αυστηρός. Είναι ένα πειθαρχημένο μουσικό ον.

Η μουσική παιδεία του στην Αθήνα και στο Παρίσι του είχε μάθει ότι η μουσική δεν αφομοιώνεται με άλλον τρόπο. Αν γινόταν κάποιο λάθος, έλεγε απλά «δεν πειράζει, δεν πειράζει», αλλά ξεκινούσε πάλι απ’ την αρχή, ξανά και ξανά, έως ότου να μη χρειαζόμαστε πια την παρτιτούρα. (…)

«Canto General» 29.7.81, Αβάνα, Κούβα
 | 


Μια τέτοια ημέρα της προετοιμασίας του «Canto General», ήρθε να παρακολουθήσει την πρόβα μας ο ίδιος ο Νερούδα, πρέσβυς, τότε, της δημοκρατικής Χιλής του Αγιέντε στο Παρίσι. Είχαν πρωτοσυναντηθεί με τον Μίκη το 1971, όταν είχε ταξιδέψει στη Χιλή, καλεσμένος του Αγιέντε. (…)

Οταν ήρθε στο μικρό στούντιο μαζί με τη σύζυγο και τη γραμματέα του, αγκάλιασε συγκινημένος τον Θεοδωράκη και έπειτα παρακολούθησε σχεδόν με κατάνυξη την προσπάθειά μας να αποδώσουμε μουσικά την ποίησή του. Ηταν λιγομίλητος, πότε-πότε χαμογελούσε και έπειτα συζήτησε με τον Μίκη κάποιες λεπτομέρειες. Αργότερα, ο τελευταίος μας μετέφερε λόγια γεμάτα θέρμη και μια παράκληση του ποιητή: να τραγουδάμε με τη νοτιοαμερικάνικη προφορά και όχι με την καστιγιάνικη.

Ενθαρρυμένοι από την έγκριση του Νερούδα, ξεκινήσαμε το μεγάλο ταξίδι. Επισκεφθήκαμε 39 χώρες. Και ο ενθουσιασμός δεν εξατμίστηκε ποτέ. Αντίθετα, μεταδιδόταν αμέσως στο κοινό, σε όποια χώρα και αν ταξιδεύαμε, όσο και αν ήταν άγνωστη στους θεατές η γλώσσα και η μουσική.

Ακόμα και στην Οπερα του Περού, τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί πέντε ολόκληρους μήνες πριν από τη συναυλία. (…) Τον Νοέμβριο του 1973, λίγο πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, εμφανιστήκαμε στο Lincoln Center της Νέας Υόρκης.

11.1.73, Ροντέζ, Γαλλία 11.1.73, Ροντέζ, Γαλλία


Προβλέπαμε πάντα, ώστε ένας ηθοποιός να κάνει μια εισαγωγή στα αγγλικά, για να προετοιμάσει τον κόσμο. Μα, καθώς περιμέναμε να ολοκληρώσει εκείνη τη βραδιά, δεν είχαμε φανταστεί ότι θα βγαίναμε σε μια σκηνή σπαρμένη ολόκληρη με κόκκινα γαρύφαλλα. (…) Τον ίδιο χρόνο, στο Royal Albert Hall του Λονδίνου παρουσιάσαμε για πρώτη φορά τα «18 Λιανοτράγουδα». Ηταν συγκλονιστική η στιγμή που εμφανιστήκαμε στη σκηνή και χιλιάδες θεατές μας υποδέχθηκαν όρθιοι, χτυπώντας ρυθμικά τα πόδια τους στο δάπεδο του ιστορικού θεάτρου.

Αυτό ενθουσίασε τον Μίκη και θέλησε να παίξει το έργο στο ρυθμό που είχε δώσει το κοινό! Δεν ήταν η μόνη φορά. Οταν ακούω, σήμερα, τις ηχογραφήσεις από τις συναυλίες εκείνου του καιρού, διαπιστώνω ότι, συχνά, το τέμπο ήταν σε πιο γρήγορο χρόνο από την κανονική ηχογράφηση του στούντιο. Και όμως, παρότι πάντα οι αίθουσες, ακόμα και τα στάδια, ξεχείλιζαν από κόσμο, ο Μίκης είχε αγωνία πριν αρχίσει κάθε συναυλία.

Τον απασχολούσε πολύ αν το θέατρο θα ήταν γεμάτο, αν θα είμαστε σωστοί και με καλή διάθεση. Προσέχαμε ο ένας τον άλλον, να είναι το πουκάμισό μας καθαρό, να μη λείπει κανένα κουμπί. Και πάντοτε, πριν βγούμε, εκείνος έδινε το σύνθημα, παροτρύνοντας: «Λοιπόν, πάμε δυναμικά!»

Και έτσι, «δυναμικά», αλλάζαμε τις πόλεις, τις χώρες και τα χρόνια. Στο Μπουένος Αϊρες είχαμε 16 χιλιάδες θεατές, Στο Βερολίνο, 25 χιλιάδες νέοι είχαν έρθει, για ν’ ακούσουν σε υπαίθριο κοντσέρτο το «Canto General», και κανείς δεν έφυγε, όταν άρχισε να ψιχαλίζει. Κουρασμένοι, μετά από κάθε συναυλία, καταφεύγαμε σε κάποιο από τα ελάχιστα εστιατόρια που δεν ακολουθούσαν τις ευρωπαϊκές συνήθειες να κλείνουν νωρίς.

Πολλές φορές, όμως, έπρεπε να αρκεστούμε σε ένα assiette anglaise, ένα κρύο πιάτο με κάποιο σάντουιτς, που είχε ξεμείνει στο μπαρ του ξενοδοχείου. Πολύ σπανιότερα ήμαστε καλεσμένοι του τοπικού δημάρχου, που είχε φροντίσει ώστε κάποιο εστιατόριο να κλείσει αργότερα, ή εντοπίζαμε κάποια ελληνική ταβέρνα, όπου του Μίκη του άρεσε πολύ να τραγουδάμε νοσταλγικά, πίνοντας κόκκινο κρασί. Ενα από τα αγαπημένα, παλιά τραγούδια που λέγαμε μαζί ήταν το «Η Νύχτα Φεύγει Ολόχαρη».

Το 1973, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο Θεοδωράκης διέκοψε τις συναυλίες. Τον Ιούνιο του 1974, με τη Μαρία Φαραντούρη, που ζούσε τότε στο Λονδίνο, ενώσαμε τις δυνάμεις μας και αρχίσαμε μια μικρή περιοδεία στην τότε Δυτική Γερμανία. Είχαμε απευθυνθεί σε τοπικές ενώσεις φοιτητών, για να οργανώσουμε και άλλες συναυλίες, όταν, τον Ιούλιο, και ενώ είχαν αρχίσει τα τραγικά γεγονότα στην Κύπρο, χτύπησε το τηλέφωνο: ήταν ο Μίκης.

Μου είπε ότι η ένωση των Μαροκινών φοιτητών τον κάλεσε να συμμετάσχει σε εκδήλωση που έκαναν στο Παρίσι, συμπαριστάμενοι σε συμπατριώτες τους, οι οποίοι έκαναν απεργία πείνας. Πάντα πρόθυμος να στηρίξει κάθε αγωνιστή, δέχτηκε και μου πρότεινε να εμφανιστώ μαζί του.

Η εκδήλωση είχε προγραμματιστεί στις 23 Ιουλίου του 1974. Ο Θεοδωράκης κάθισε μπροστά στο πιάνο, εγώ στάθηκα μπροστά στο μικρόφωνο, μα δεν πέρασε πολλή ώρα, όταν είδαμε δυο-τρεις νέους, ανάμεσα στο κοινό, να χειρονομούν, σαν να προσπαθούν κάτι να μας πουν.

Ο Μίκης ανήγγειλε ένα σύντομο διάλειμμα και τότε μάθαμε ότι στην Ελλάδα αποκαθίσταται η δημοκρατία και ότι ο Καραμανλής επιστρέφει στην Αθήνα! Βιαστικά, ανακοινώσαμε την είδηση στο κοινό και τρέξαμε με ενθουσιασμό στο σπίτι του Μίκη.

Εκείνος επέστρεψε την άλλη μέρα στην Ελλάδα, εγώ λίγο καιρό μετά. Μετά την πτώση της δικτατορίας, ο ελληνικός λαός άκουσε όσον Θεοδωράκη είχε στερηθεί την προηγούμενη επταετία. Αλλά και στο εξωτερικό, καθόλου δεν μειώθηκε η ανάγκη για τη μουσική του και τη δική του παρουσία.

Μια από τις πιο σημαντικές συναυλίες ήταν εκείνη που δώσαμε το 1981, επίσημοι καλεσμένοι του Φιντέλ Κάστρο, στη μεγάλη πλατεία μπροστά στον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας της Αβάνας. Είχαμε ειδοποιηθεί ότι μπορεί να ερχόταν και ο Κουβανός ηγέτης, είχαμε μάλιστα το νου μας σε ένα δρομάκι, όπου περίμεναν ήδη παραταγμένοι στρατιώτες.

Ομως, ξάφνου, ένας αναπάντεχος βόμβος μας έκανε να στραφούμε στην αντίθετη κατεύθυνση. Και, πριν καλά-καλά το συνειδητοποιήσουμε, είδαμε τον Κάστρο να στέκεται κιόλας στην πρώτη σειρά του πλήθους.

Το ίδιο απροσδόκητα εμφανίστηκε με τη συνοδεία του, μέσα στη νύχτα, στον κήπο του σπιτιού όπου φιλοξενούσαν το συγκρότημά μας, ενώ γιορτάζαμε όλοι μαζί τα γενέθλια του Μίκη.

Ολη τη νύχτα πέρασε μαζί μας. Κόψαμε την τούρτα, φάγαμε, ήπιαμε και τραγουδήσαμε, μα, κυρίως, τον ακούγαμε, όρθιο και ακούραστο να μιλά για τα μικρά, καθημερινά επιτεύγματα της κουβανικής κοινωνίας, που δεν ήταν δα και μικρό πράγμα για μια χώρα που ζούσε οικονομικά αποκλεισμένη, επειδή είχε τολμήσει να αντισταθεί στις ανελέητες δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής.

Μετά την Αβάνα και το Σαντιάγο ντε Κούβα, με έξοδα της κουβανικής κυβέρνησης παρουσιάσαμε το «Canto General» και στη Νικαράγουα, όπου, δυο χρόνια πριν, είχαν καταλάβει την εξουσία οι Σαντινίστας. Καθώς, μάλιστα, από το 1973 και μετά, παίζαμε το έργο στην ολοκληρωμένη του μορφή, για ορχήστρα, μεγάλη χορωδία, έξι κρουστούς και δυο πιάνα, ο Κάστρο μας είχε διαθέσει και χορωδία από Κουβανούς.

Δώσαμε την πρώτη συναυλία στη Νικαράγουα σε ένα καταπληκτικό κτίριο με παρόντα, ένστολα και ένοπλα, όλα τα στελέχη των Σαντινίστας. Τραγουδούσαμε εναλλάξ με τη Μαρία και, μόλις τελείωσα το «Sandino», ένα οκτάλεπτο, συναρπαστικό τραγούδι, είδαμε ξαφνιασμένοι στο απέναντι θεωρείο να σηκώνονται όλοι οι Σαντινίστας και να αναφωνούν πανηγυρικά: «Sandino hoy, Sandino siempre!»

Εχουν περάσει τόσα χρόνια, όλα σήμερα είναι τόσο διαφορετικά, μα, ίσως και γι’ αυτό, η συγκίνηση απ’ όσα ζήσαμε τότε, πλάι στον Μίκη, παραμένει το ίδιο δυνατή. Είναι η ομορφιά της αληθινής μουσικής, της ανθρώπινης αλληλεγγύης και ενός κοινού οράματος που ένωναν χιλιάδες ανθρώπους πέρα από σύνορα, πέρα από τα εμπόδια της γλώσσας. Και, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, συνεχίζουν να τους ενώνουν.

Σχόλια