Μίκης Θεοδωράκης: Το Τίμημα και η Τιμωρία


"Η έλλειψη εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας μου προξενούν αισθήματα ηθικής ασφυξίας και εθνικής ντροπής"


Πρέπει να τονίσω εδώ ότι η ιδιότητα του αντιεξουσιαστή διώκεται ανελέητα, όπως γινόταν κάποτε με κείνη του αντίχριστου, από την ίδια κατηγορία των εξουσιαστών που από τα βάθη των αιώνων έως σήμερα καταδυναστεύουν την ανθρωπότητα. 

Έκτοτε η θέση μου στην ελληνική, και σε μικρότερο βαθμό στη διεθνή κοινωνία, άλλαξε άρδην. Λες και το στίγμα του αντιεξουσιαστή το είχα στο κούτελο. Με τη διαφορά ότι το έβλεπαν μόνο οι εξουσιαστές κάθε χώρου και είδους, στρέφοντας τα φαρμακερά τους βέλη εναντίον μου. 

Και όπως όλοι μαζί ελέγχουν το σύνολο της εθνικής μας ζωής, με αντιμετώπιζαν και με αντιμετωπίζουν ως ένα απόβλητο επικίνδυνο εχθρό τους. Έτσι ήμουν και είμαι αναγκασμένος να ζήσω μια νέα ζωή, ουσιαστικά διωκόμενος και απομονωμένος κάτω από τα πυρά των κάθε είδους και χώρου εξουσιαστών, που εξακολουθούν να ελέγχουν και να καταδυναστεύουν τις ζωές των κοινών θνητών. 

Όμως παρά τη δαιμονική τους δύναμη, οι εξουσιαστές δεν κατόρθωσαν τελικά να σβήσουν τη λάμψη που εκπέμπουν τα καλλιτεχνικά μου έργα και οι κοινωνικοί μου αγώνες. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο της ισορροπίας μεταξύ Αρμονίας και Χάους βρίσκομαι σήμερα εν αναμονή του μοιραίου Τέλους. 

Συμπέρασμα: Είναι ευνόητο ότι, κάτω από το πρίσμα των όσων προανέφερα, η οπτική γωνία από την οποία εξετάζω τη ρέουσα πραγματικότητα διαφέρει από την κοινώς αποδεκτή. Επομένως, στο ερώτημά σας τι νομίζω για τις εξελίξεις που πραγματοποιούνται στη χώρα μας, η απάντησή μου είναι αρνητική, εφόσον θεωρώ ότι η χώρα αυτή εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από τον πλήρη έλεγχο των εξελισσόμενων και μεταλλαγμένων εξουσιαστών, οι οποίοι εξακολουθούν να υπηρετούν καθεστώτα που δέχονται την εθνική εξάρτηση του λαού μας και την ουσιαστική μας υποδούλωση στα συμφέροντα ξένων δυνάμεων. Η έλλειψη εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας μου προξενούν αισθήματα ηθικής ασφυξίας και εθνικής ντροπής, με τα οποία μου είναι αδύνατον να συνυπάρξω. 

Μίκης Θεοδωράκης, Διάλογοι στο Λυκόφως, σελ 30


Σχόλια